Anonymous

συνυφαίνω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνῠφαίνω:''' παρακ. <i>-ύφαγκα</i>, αόρ. αʹ <i>-ύφηνα</i>, [[υφαίνω]] μαζί· μεταφ., [[σχηματίζω]], [[περιπλέκω]] με [[τέχνη]], [[μηχανεύομαι]] με δόλο, [[μηχανορραφώ]], [[συνωμοτώ]], σε Ομήρ. Οδ., Λουκ. — Παθ., [[ὥστε]] [[ταῦτα]] συνυφανθῆναι, ώστε να υφανθεί αυτός ο [[ιστός]], δηλ. να αναληφθεί, να αποτολμηθεί αυτό το [[εγχείρημα]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''συνῠφαίνω:''' παρακ. <i>-ύφαγκα</i>, αόρ. αʹ <i>-ύφηνα</i>, [[υφαίνω]] μαζί· μεταφ., [[σχηματίζω]], [[περιπλέκω]] με [[τέχνη]], [[μηχανεύομαι]] με δόλο, [[μηχανορραφώ]], [[συνωμοτώ]], σε Ομήρ. Οδ., Λουκ. — Παθ., [[ὥστε]] [[ταῦτα]] συνυφανθῆναι, ώστε να υφανθεί αυτός ο [[ιστός]], δηλ. να αναληφθεί, να αποτολμηθεί αυτό το [[εγχείρημα]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνῠφαίνω:''' (pf. συνύφαγκα)<br /><b class="num">1)</b> соединять в общую ткань, сплетать (κρόκας Arst.): [[πλέγμα]] ἔκ τινος συνυφήνασθαι Plat. изготовить себе плетенку из чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> ткать сообща Men.;<br /><b class="num">3)</b> перен. сплетать воедино, объединять (πάντα Plat.);<br /><b class="num">4)</b> составлять, сочинять (τὸν λόγον Arst.);<br /><b class="num">5)</b> выдумывать, придумывать (μῆτιν Hom. - in tmesi): [[ὥστε]] [[ταῦτα]] συνυφανθῆναι Her. и таким именно образом все это было подстроено.
}}
}}