Anonymous

συνυφαίνω: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[παρεμβάλλω]] [[κάτι]] [[κατά]] την κανονική ύφανση, [[ενυφαίνω]] («[[πέπλος]] συνυφασμένος με νήματα χρυσού»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>συνυφασμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br /><b>μτφ.</b> [[στενά]] συνδεδεμένος, συναρμοσμένος, απόλυτα εξαρτημένος από κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[συνυφαίνω]] [[συνωμοσία]] [ή [[μηχανορραφία]] ή [[σκευωρία]]]» — [[συνωμοτώ]], [[μηχανορραφώ]], [[σκευωρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υφαίνω]] από κοινού με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[δολοπλοκώ]], [[μηχανορραφώ]] από κοινού<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) <i>συνυφαίνομαι</i><br />α) [[πλέκω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[συμπλέκω]]<br />β) (για κέρατα βοδιών) [[είμαι]] συμπεπλεγμένος<br />γ) βρίσκομαι πολύ [[κοντά]] σε άλλον («θύννοι ἀλλήλοις συνυφασμένοι νήχονται», Αιλ.).
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[παρεμβάλλω]] [[κάτι]] [[κατά]] την κανονική ύφανση, [[ενυφαίνω]] («[[πέπλος]] συνυφασμένος με νήματα χρυσού»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>συνυφασμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br /><b>μτφ.</b> [[στενά]] συνδεδεμένος, συναρμοσμένος, απόλυτα εξαρτημένος από κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[συνυφαίνω]] [[συνωμοσία]] [ή [[μηχανορραφία]] ή [[σκευωρία]]]» — [[συνωμοτώ]], [[μηχανορραφώ]], [[σκευωρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υφαίνω]] από κοινού με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[δολοπλοκώ]], [[μηχανορραφώ]] από κοινού<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) <i>συνυφαίνομαι</i><br />α) [[πλέκω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[συμπλέκω]]<br />β) (για κέρατα βοδιών) [[είμαι]] συμπεπλεγμένος<br />γ) βρίσκομαι πολύ [[κοντά]] σε άλλον («θύννοι ἀλλήλοις συνυφασμένοι νήχονται», Αιλ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνῠφαίνω:''' παρακ. <i>-ύφαγκα</i>, αόρ. αʹ <i>-ύφηνα</i>, [[υφαίνω]] μαζί· μεταφ., [[σχηματίζω]], [[περιπλέκω]] με [[τέχνη]], [[μηχανεύομαι]] με δόλο, [[μηχανορραφώ]], [[συνωμοτώ]], σε Ομήρ. Οδ., Λουκ. — Παθ., [[ὥστε]] [[ταῦτα]] συνυφανθῆναι, ώστε να υφανθεί αυτός ο [[ιστός]], δηλ. να αναληφθεί, να αποτολμηθεί αυτό το [[εγχείρημα]], σε Ηρόδ.
}}
}}