3,277,636
edits
mNo edit summary |
(4b) |
||
Line 22: | Line 22: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τί, ΝΜΑ, και [[ηλειακός]] και λακων. τ. τίρ Α<br /> (ερωτ. αντων.)<br /> <b>1.</b> (σε [[ευθεία]] ερώτ.) [[ποιος]] (α. «τίνος [[είναι]] το [[παιδί]];» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> <b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τί</i><br /> (ως [[έκφραση]] θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί [[ωραίο]] [[σπίτι]]!» β. «τί [[κακός]] που [[είναι]]!» γ. «τί στενή ή [[πύλη]] και τεθλιμμένη ἡ [[ὁδός]]», ΚΔ)<br /> <b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[γιατί]], πώς (α. «τί ήρθες [[τώρα]];» β. «[[τέκνον]], τί κλαίεις; τί δέ σε φρένας ἵκετο [[πένθος]];», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> (<b>το ουδ.</b>) α) (ως μονολεκτική [[ερώτηση]]) τί είπες, τί θέλεις;<br /> β) (με ουσ.) ποιας [[λογής]], ποιου είδους; («τί [[άνθρωπος]] [[είναι]],»)<br /> γ) ποιο [[πράγμα]], ποιο [[θέμα]], ποιο [[ζήτημα]]; («τί σέ απασχολεί;»)<br /> δ) ότι, πως («μάς είπαν τί είσαι η όμορφη, είσαι η καμαροφρύδα», δημ. [[τραγούδι]])<br /> ε) [[διότι]], [[γιατί]] («αϊτέ, πάρε με απάνου στα βουνά, τί θα με φάει ο [[κάμπος]]», Κρυστ.)<br /> στ) [[πόσος]], πόσο [[πολύς]], πόσο [[μεγάλος]]; (α. «τί θα πάρεις από αυτήν τη δουλειά;» β. «τί [[προίκα]] δίνει;»)<br /> <b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατά]] τί;» ή «σε τί;» — σε ποιο βαθμό, πόσο («[[κατά]] τί θα μάς ωφελήσει;»)<br /> β) «[[προς]] τί;» — για ποιό λόγο, για ποιο σκοπό; («[[προς]] τί όλα αυτά;»)<br /> γ) «τί μ' αυτό;» ή «τί με τούτο;» — ποια [[σχέση]] μπορεί να έχει αυτό;<br /> δ) «τί κάνεις;» — πώς είσαι;<br /> ε) «τί μέ [[μέλει]] [ή ενδιαφέρει ή [[νοιάζει]]];» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει [[αδιαφορία]]<br /> στ) «τί το όφελος;» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει ότι δεν υπάρχει [[καμιά]] [[ωφέλεια]], κανένα [[κέρδος]] ή, γενικά, κανένα θετικό [[αποτέλεσμα]]<br /> ζ) «τί [[ανάγκη]] έχει;» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει ότι [[κάποιος]] δεν έχει καμία [[ανάγκη]], ότι δεν χρειάζεται [[τίποτε]] από κανέναν<br /> η) «το [ή τα] τί» — τα όσα («το τί του κάνει, δεν λέγεται»)<br /> θ) «τίς ει;»<br /> <b>στρ.</b> (ως [[προειδοποίηση]]-[[ερώτημα]] σκοπού) [[ποιος]] είσαι;<br /> <b>αρχ.</b><br /> Ι. ΚΛΙΣΗ: Α. (<b>στον εν.</b>)<br /> <b>1.</b> <b>(ονομ.)</b> σπάν. ιων. και δωρ. τ. [[τέος]]<br /> <b>2.</b> <b>γεν.</b> επικ. και ιων. τ. <i>τέο</i> και <i>τεῡ</i>, ποιητ. και αττ. τ. <i>τοῡ</i>, ποιητ. και ιων. και αττ. τ. <i>τίνος</i>, δωρ. τ. [[τέου]]<br /> <b>3.</b> <b>δοτ.</b> ιων. τ. <i>τέῳ</i>, και αττ. τ. <i>τῷ</i>, αιολ. τ. τίῳ και <i>τίνι</i><br /> <b>4.</b> <b>(αιτ.)</b> αρσ. και θηλ. [[τίνα]] και σπάν. τ. [[τέος]], ουδ. <i>τί</i>- Β. <b>στον πληθ.</b><br /> <b>1.</b> <b>(ονομ.)</b> αρσ. και θηλ. <i>τίνες</i>, ουδ. [[τίνα]]<br /> <b>2.</b> <b>γεν.</b> επικ. τ. [[τέων]], ποιητ. και αττ. τ. <i>τίνων</i><br /> <b>3.</b> <b>δοτ.</b> <i>τίσι</i> και <i>τοῑσι</i>, ιων. τ. [[τέοισι]], αιολ. τ. [[τίοισι]] και [[τίοις]]<br /> <b>4.</b> <b>(αιτ.)</b> αρσ. και θηλ. <i>τίνας</i>, ουδ. [[τίνα]], βοιωτ. τ. <i>τά</i>, στα [[Μέγαρα]] <i>σά</i><br /> II. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. με κύρια ονόματα για να δηλώσει θαυμασμό («τίς ἆρα [[Κύπρις]] ἤ τίς Ἵμερος;», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>2.</b> με ευκτική για να δηλώσει έντονη [[αμφιβολία]] («τίς δὲ κε τόξα τιταίνοιτ';», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> <b>3.</b> (με διάφορα μόρια) α) <i>τίς δέ</i>; για να εκφράσει [[ανυπομονησία]]<br /> β) <i>τίς δή</i>; και <i>τίς [[δῆτα]];<br /> [[ποιος]] [[λοιπόν]];<br /> γ) <i>τίς ποτε</i>;<br /> [[ποιος]] [[άραγε]];<br /> δ) <i>τί γάρ</i>;<br /> πώς [[αλλιώς]], [[γιατί]] όχι;<br /> ε) <i>τί δέ</i>;<br /> χρησιμοποιείται για γρήγορη [[μετάβαση]] από το ένα [[θέμα]] στο [[άλλο]]<br /> στ) <i>τί δὲ εἰ</i><br /> [[αλλά]] τί εάν<br /> ζ) <i>τί δή</i>; και <i>τί δὲ δή</i>; και <i>τί δή ποτε</i>;<br /> (ως [[έκφραση]] έντονης έκπληξης) [[γιατί]] [[άραγε]] ή τί εννοείς;<br /> η) <i>τί [[δῆτα]];<br /> πώς [[παρακαλώ]];<br /> θ) <i>τί μήν</i>;<br /> [[γιατί]] όχι, [[δηλαδή]] βεβαίως, [[μάλιστα]]<br /> ι) <i>τί νυ</i>; [[γιατί]] [[λοιπόν]]<br /> ια) <i>τί δ</i>' <i>οὐ</i><br /> (ως καταφατική [[απόκριση]]) πώς όχι;<br /> ιβ) <i>τί οὖν</i>;<br /> πώς [[λοιπόν]];<br /> <b>4.</b> (με διάφορους συνδέσμους) α) <i>τί ὅτι</i>;<br /> πώς συμβαίνει να...;<br /> β) <i>ἵνα τί</i>;<br /> για ποιο λόγο;<br /> <b>5.</b> (με διάφορες προθέσεις) α) <i>διὰ τί</i>;<br /> για ποιον λόγο, [[γιατί]];<br /> β) <i>ἐκ τίνος</i>; για ποια [[αιτία]];<br /> γ) <i>ἐς τί</i>;<br /> i) [[μέχρι]] ποιο [[σημείο]], ώς [[πότε]];<br /> ii) για ποιον σκοπό;<br /> δ) <i>κατὰ τί</i>;<br /> για ποιον σκοπό;<br /> <b>6.</b> (σε πλάγ. ερώτ.) [[αντί]] του [[ὅστις]] («εἰρώτα δὴ [[ἔπειτα]] τίς εἴη καὶ [[πόθεν]] ἔλθοι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> <b>7.</b> [[αντί]] του <i>ὅς</i>, [[ὅσπερ]] («[[τίνα]] με ὑπονοεῑται [[εἶναι]], οὐκ [[εἰμὶ]] ἐγώ», ΚΔ)<br /> <b>8.</b> [[αντί]] του [[πότερος]] («τί ἐστὶν εὐκοπώτερον εἰπεῑν, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου ἤ...», ΚΔ)<br /> <b>9.</b> [[αντί]] του <i>ποῑος</i> («τί γὰρ ἤ Λαβδακίδαις ἤ τῷ Πολύβου νεῑκος ἔκειτ'», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «τίς δ' [[οὗτος]] ἔρχεαι;» — [[ποιος]] είσαι εσύ που έρχεσαι;<br /> β) «τί ἐμοὶ καὶ σοί;» — τί κοινό υπάρχει [[ανάμεσα]] σε μένα και [[σένα]];<br /> γ) «τίς ἄν...;» — πώς αν...;.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τόσο η ερωτηματική αντων. <i>τίς</i>, <i>τί</i> όσο και η αόριστη αντων. <i>τις</i>, <i>τι</i> ανάγονται σε ινδοευρωπαϊκό [[θέμα]] με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>quis</i> και θεσσ. τ. <i>κις</i>) που έπαιζε τον διπλό ρόλο της αόριστης (όταν ήταν εγκλιτικό) και της ερωτηματικής (όταν τονιζόταν) αντωνυμίας. Το [[θέμα]] αυτό είχε δύο μορφές: <i>k</i><sup>w</sup><i>i</i> και <i>k</i><sup>w</sup><i>e</i>/<i>o</i>-. To [[θέμα]] που μαρτυρείται πιο [[συχνά]] [[είναι]] το σε -<i>i</i>. Στην Ελληνική ο χειλοϋπερωικός [[φθόγγος]] της Ινδοευρωπαϊκής αποδόθηκε κανονικά με οδοντικό [[σύμφωνο]] -<i>τ</i>- [[πριν]] από [[φωνήεν]] -<i>ι</i>- και -<i>ε</i>-, [[οπότε]] στην ονομ. εν. έχουμε τ. <i>τίς</i>, <i>τί</i> που συνδέονται με τα: λατ. <i>quis</i>, <i>quid</i>, χεττιτ. <i>kuiš</i>, <i>kuit</i>, αρχ. ινδ. <i>cit</i>, αβεστ. <i>či</i>-<i>š</i>, αρχ. σλαβ. <i>ci</i>-(<i>to</i>). Στην αιτ. εν. ο [[αμάρτυρος]] [[αρχικός]] τ. <i>τίν</i> (<b>πρβλ.</b> χεττιτ. <i>kuin</i>, αβεστ. <i>čim</i>, λατ. <i>quern</i>) συμπληρώθηκε με ληκτικό -<i>α</i>, για να δηλωθεί καλύτερα η [[πτώση]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἕν</i>-<i>α</i> και <i>Ζῆν</i>: <i>Ζῆνα</i>). Με [[βάση]] την αιτ. [[τίνα]], της οποίας το -<i>ν</i>- θεωρήθηκε ότι ανήκει στο [[θέμα]], αναπλάστηκε όλο το κλιτικό [[σύστημα]] στην αττ. διάλ: γεν. <i>τίνος</i>, δοτ. <i>τίνι</i>, ενώ η δοτ. πληθ. <i>τίσι</i> θα μπορούσε να θεωρηθεί [[αρχικός]] τ. από το θ. σε -<i>i</i>. Η παλαιά ονομ.-αιτ. πληθ. του ουδετέρου μαρτυρείται στο μεγαρικό <i>σά</i> και στο βοιωτ. <i>τά</i> ([[αντί]] του αττ. τ. [[τίνα]]) και ανάγεται σε αμάρτυρο τ. <i>σσα</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ θ. <i>k</i><sup>w</sup><i>y</i><i>ә</i><sub>2</sub>-, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>quia</i>). Οι αόριστοι τ. της ιων. [[ἄσσα]] και της αττ. [[ἄττα]], εξάλλου, οφείλονται στη λανθασμένη [[αντίληψη]] —εξαιτίας του αναφορικού <i>ἅσσα</i>, παράλληλου τ. του <i>ἅτινα</i>— ότι η [[συνεκφορά]] της φρ. «<i>ὁπποῖά σσα</i>» αποδίδει το <i>ὁποῖ [[ἄσσα]]. Παράλληλα, [[ωστόσο]], με τους τ. του θ. σε -<i>i</i>, μαρτυρούνται στις πλάγιες πτώσεις (οι τ. της ονομ. της ιων. και δωρ. [[τέος]]/[[τεός]] [[είναι]] σπάνιοι) και τ. με θ. σε -<i>e</i>/<i>o</i>, όπως η γεν. εν. ομηρ. <i>τέο</i>, που σχηματίστηκε με κατάλ. -<i>s</i>(<i>y</i>)<i>o</i>, χαρακτηριστική του αντωνυμικού συστήματος (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>kasya</i> λατ. <i>cuius</i>, αρχ. σλαβ. <i>česo</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>hwes</i>). Ο τ. <i>τέο</i> με [[συναίρεση]] έδωσε τον ιων. τ. <i>τεῦ</i> και τον αττ. τ. <i>τοῦ</i>. Με [[βάση]], [[επίσης]], τον τ. <i>τέο</i> σχηματίστηκαν στον Όμηρο και στον Ηρόδοτο οι τ. της δοτικής <i>τέῳ</i> και <i>τῳ</i> και στην αττ. <i>τῷ</i>. Στον πληθ. αριθμό μαρτυρείται γεν. [[τέων]] και δοτ. <i>τοῖσι</i>, που έχει διορθωθεί σε [[τέοισι]]. Με [[βάση]] το θ. <i>τε</i>- σχηματίστηκε στην ιων. διάλ. γεν. εν. [[τέου]] ενώ η λεσβ. παρέχει τους τ. <i>τίῳ</i> και [[τίοισι]], που αναπλάστηκαν πιθ. με [[βάση]] το <i>τίς</i>. Στον Όμηρο, [[τέλος]], μαρτυρείται πιο [[συχνά]] στις πλάγιες πτώσεις εν. και πληθ. το θ. σε -<i>e</i>/<i>o</i> [[παρά]] το θ. σε -<i>i</i>]. | |mltxt=τί, ΝΜΑ, και [[ηλειακός]] και λακων. τ. τίρ Α<br /> (ερωτ. αντων.)<br /> <b>1.</b> (σε [[ευθεία]] ερώτ.) [[ποιος]] (α. «τίνος [[είναι]] το [[παιδί]];» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> <b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τί</i><br /> (ως [[έκφραση]] θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί [[ωραίο]] [[σπίτι]]!» β. «τί [[κακός]] που [[είναι]]!» γ. «τί στενή ή [[πύλη]] και τεθλιμμένη ἡ [[ὁδός]]», ΚΔ)<br /> <b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[γιατί]], πώς (α. «τί ήρθες [[τώρα]];» β. «[[τέκνον]], τί κλαίεις; τί δέ σε φρένας ἵκετο [[πένθος]];», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> (<b>το ουδ.</b>) α) (ως μονολεκτική [[ερώτηση]]) τί είπες, τί θέλεις;<br /> β) (με ουσ.) ποιας [[λογής]], ποιου είδους; («τί [[άνθρωπος]] [[είναι]],»)<br /> γ) ποιο [[πράγμα]], ποιο [[θέμα]], ποιο [[ζήτημα]]; («τί σέ απασχολεί;»)<br /> δ) ότι, πως («μάς είπαν τί είσαι η όμορφη, είσαι η καμαροφρύδα», δημ. [[τραγούδι]])<br /> ε) [[διότι]], [[γιατί]] («αϊτέ, πάρε με απάνου στα βουνά, τί θα με φάει ο [[κάμπος]]», Κρυστ.)<br /> στ) [[πόσος]], πόσο [[πολύς]], πόσο [[μεγάλος]]; (α. «τί θα πάρεις από αυτήν τη δουλειά;» β. «τί [[προίκα]] δίνει;»)<br /> <b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατά]] τί;» ή «σε τί;» — σε ποιο βαθμό, πόσο («[[κατά]] τί θα μάς ωφελήσει;»)<br /> β) «[[προς]] τί;» — για ποιό λόγο, για ποιο σκοπό; («[[προς]] τί όλα αυτά;»)<br /> γ) «τί μ' αυτό;» ή «τί με τούτο;» — ποια [[σχέση]] μπορεί να έχει αυτό;<br /> δ) «τί κάνεις;» — πώς είσαι;<br /> ε) «τί μέ [[μέλει]] [ή ενδιαφέρει ή [[νοιάζει]]];» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει [[αδιαφορία]]<br /> στ) «τί το όφελος;» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει ότι δεν υπάρχει [[καμιά]] [[ωφέλεια]], κανένα [[κέρδος]] ή, γενικά, κανένα θετικό [[αποτέλεσμα]]<br /> ζ) «τί [[ανάγκη]] έχει;» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει ότι [[κάποιος]] δεν έχει καμία [[ανάγκη]], ότι δεν χρειάζεται [[τίποτε]] από κανέναν<br /> η) «το [ή τα] τί» — τα όσα («το τί του κάνει, δεν λέγεται»)<br /> θ) «τίς ει;»<br /> <b>στρ.</b> (ως [[προειδοποίηση]]-[[ερώτημα]] σκοπού) [[ποιος]] είσαι;<br /> <b>αρχ.</b><br /> Ι. ΚΛΙΣΗ: Α. (<b>στον εν.</b>)<br /> <b>1.</b> <b>(ονομ.)</b> σπάν. ιων. και δωρ. τ. [[τέος]]<br /> <b>2.</b> <b>γεν.</b> επικ. και ιων. τ. <i>τέο</i> και <i>τεῡ</i>, ποιητ. και αττ. τ. <i>τοῡ</i>, ποιητ. και ιων. και αττ. τ. <i>τίνος</i>, δωρ. τ. [[τέου]]<br /> <b>3.</b> <b>δοτ.</b> ιων. τ. <i>τέῳ</i>, και αττ. τ. <i>τῷ</i>, αιολ. τ. τίῳ και <i>τίνι</i><br /> <b>4.</b> <b>(αιτ.)</b> αρσ. και θηλ. [[τίνα]] και σπάν. τ. [[τέος]], ουδ. <i>τί</i>- Β. <b>στον πληθ.</b><br /> <b>1.</b> <b>(ονομ.)</b> αρσ. και θηλ. <i>τίνες</i>, ουδ. [[τίνα]]<br /> <b>2.</b> <b>γεν.</b> επικ. τ. [[τέων]], ποιητ. και αττ. τ. <i>τίνων</i><br /> <b>3.</b> <b>δοτ.</b> <i>τίσι</i> και <i>τοῑσι</i>, ιων. τ. [[τέοισι]], αιολ. τ. [[τίοισι]] και [[τίοις]]<br /> <b>4.</b> <b>(αιτ.)</b> αρσ. και θηλ. <i>τίνας</i>, ουδ. [[τίνα]], βοιωτ. τ. <i>τά</i>, στα [[Μέγαρα]] <i>σά</i><br /> II. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. με κύρια ονόματα για να δηλώσει θαυμασμό («τίς ἆρα [[Κύπρις]] ἤ τίς Ἵμερος;», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>2.</b> με ευκτική για να δηλώσει έντονη [[αμφιβολία]] («τίς δὲ κε τόξα τιταίνοιτ';», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> <b>3.</b> (με διάφορα μόρια) α) <i>τίς δέ</i>; για να εκφράσει [[ανυπομονησία]]<br /> β) <i>τίς δή</i>; και <i>τίς [[δῆτα]];<br /> [[ποιος]] [[λοιπόν]];<br /> γ) <i>τίς ποτε</i>;<br /> [[ποιος]] [[άραγε]];<br /> δ) <i>τί γάρ</i>;<br /> πώς [[αλλιώς]], [[γιατί]] όχι;<br /> ε) <i>τί δέ</i>;<br /> χρησιμοποιείται για γρήγορη [[μετάβαση]] από το ένα [[θέμα]] στο [[άλλο]]<br /> στ) <i>τί δὲ εἰ</i><br /> [[αλλά]] τί εάν<br /> ζ) <i>τί δή</i>; και <i>τί δὲ δή</i>; και <i>τί δή ποτε</i>;<br /> (ως [[έκφραση]] έντονης έκπληξης) [[γιατί]] [[άραγε]] ή τί εννοείς;<br /> η) <i>τί [[δῆτα]];<br /> πώς [[παρακαλώ]];<br /> θ) <i>τί μήν</i>;<br /> [[γιατί]] όχι, [[δηλαδή]] βεβαίως, [[μάλιστα]]<br /> ι) <i>τί νυ</i>; [[γιατί]] [[λοιπόν]]<br /> ια) <i>τί δ</i>' <i>οὐ</i><br /> (ως καταφατική [[απόκριση]]) πώς όχι;<br /> ιβ) <i>τί οὖν</i>;<br /> πώς [[λοιπόν]];<br /> <b>4.</b> (με διάφορους συνδέσμους) α) <i>τί ὅτι</i>;<br /> πώς συμβαίνει να...;<br /> β) <i>ἵνα τί</i>;<br /> για ποιο λόγο;<br /> <b>5.</b> (με διάφορες προθέσεις) α) <i>διὰ τί</i>;<br /> για ποιον λόγο, [[γιατί]];<br /> β) <i>ἐκ τίνος</i>; για ποια [[αιτία]];<br /> γ) <i>ἐς τί</i>;<br /> i) [[μέχρι]] ποιο [[σημείο]], ώς [[πότε]];<br /> ii) για ποιον σκοπό;<br /> δ) <i>κατὰ τί</i>;<br /> για ποιον σκοπό;<br /> <b>6.</b> (σε πλάγ. ερώτ.) [[αντί]] του [[ὅστις]] («εἰρώτα δὴ [[ἔπειτα]] τίς εἴη καὶ [[πόθεν]] ἔλθοι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> <b>7.</b> [[αντί]] του <i>ὅς</i>, [[ὅσπερ]] («[[τίνα]] με ὑπονοεῑται [[εἶναι]], οὐκ [[εἰμὶ]] ἐγώ», ΚΔ)<br /> <b>8.</b> [[αντί]] του [[πότερος]] («τί ἐστὶν εὐκοπώτερον εἰπεῑν, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου ἤ...», ΚΔ)<br /> <b>9.</b> [[αντί]] του <i>ποῑος</i> («τί γὰρ ἤ Λαβδακίδαις ἤ τῷ Πολύβου νεῑκος ἔκειτ'», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «τίς δ' [[οὗτος]] ἔρχεαι;» — [[ποιος]] είσαι εσύ που έρχεσαι;<br /> β) «τί ἐμοὶ καὶ σοί;» — τί κοινό υπάρχει [[ανάμεσα]] σε μένα και [[σένα]];<br /> γ) «τίς ἄν...;» — πώς αν...;.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τόσο η ερωτηματική αντων. <i>τίς</i>, <i>τί</i> όσο και η αόριστη αντων. <i>τις</i>, <i>τι</i> ανάγονται σε ινδοευρωπαϊκό [[θέμα]] με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>quis</i> και θεσσ. τ. <i>κις</i>) που έπαιζε τον διπλό ρόλο της αόριστης (όταν ήταν εγκλιτικό) και της ερωτηματικής (όταν τονιζόταν) αντωνυμίας. Το [[θέμα]] αυτό είχε δύο μορφές: <i>k</i><sup>w</sup><i>i</i> και <i>k</i><sup>w</sup><i>e</i>/<i>o</i>-. To [[θέμα]] που μαρτυρείται πιο [[συχνά]] [[είναι]] το σε -<i>i</i>. Στην Ελληνική ο χειλοϋπερωικός [[φθόγγος]] της Ινδοευρωπαϊκής αποδόθηκε κανονικά με οδοντικό [[σύμφωνο]] -<i>τ</i>- [[πριν]] από [[φωνήεν]] -<i>ι</i>- και -<i>ε</i>-, [[οπότε]] στην ονομ. εν. έχουμε τ. <i>τίς</i>, <i>τί</i> που συνδέονται με τα: λατ. <i>quis</i>, <i>quid</i>, χεττιτ. <i>kuiš</i>, <i>kuit</i>, αρχ. ινδ. <i>cit</i>, αβεστ. <i>či</i>-<i>š</i>, αρχ. σλαβ. <i>ci</i>-(<i>to</i>). Στην αιτ. εν. ο [[αμάρτυρος]] [[αρχικός]] τ. <i>τίν</i> (<b>πρβλ.</b> χεττιτ. <i>kuin</i>, αβεστ. <i>čim</i>, λατ. <i>quern</i>) συμπληρώθηκε με ληκτικό -<i>α</i>, για να δηλωθεί καλύτερα η [[πτώση]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἕν</i>-<i>α</i> και <i>Ζῆν</i>: <i>Ζῆνα</i>). Με [[βάση]] την αιτ. [[τίνα]], της οποίας το -<i>ν</i>- θεωρήθηκε ότι ανήκει στο [[θέμα]], αναπλάστηκε όλο το κλιτικό [[σύστημα]] στην αττ. διάλ: γεν. <i>τίνος</i>, δοτ. <i>τίνι</i>, ενώ η δοτ. πληθ. <i>τίσι</i> θα μπορούσε να θεωρηθεί [[αρχικός]] τ. από το θ. σε -<i>i</i>. Η παλαιά ονομ.-αιτ. πληθ. του ουδετέρου μαρτυρείται στο μεγαρικό <i>σά</i> και στο βοιωτ. <i>τά</i> ([[αντί]] του αττ. τ. [[τίνα]]) και ανάγεται σε αμάρτυρο τ. <i>σσα</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ θ. <i>k</i><sup>w</sup><i>y</i><i>ә</i><sub>2</sub>-, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>quia</i>). Οι αόριστοι τ. της ιων. [[ἄσσα]] και της αττ. [[ἄττα]], εξάλλου, οφείλονται στη λανθασμένη [[αντίληψη]] —εξαιτίας του αναφορικού <i>ἅσσα</i>, παράλληλου τ. του <i>ἅτινα</i>— ότι η [[συνεκφορά]] της φρ. «<i>ὁπποῖά σσα</i>» αποδίδει το <i>ὁποῖ [[ἄσσα]]. Παράλληλα, [[ωστόσο]], με τους τ. του θ. σε -<i>i</i>, μαρτυρούνται στις πλάγιες πτώσεις (οι τ. της ονομ. της ιων. και δωρ. [[τέος]]/[[τεός]] [[είναι]] σπάνιοι) και τ. με θ. σε -<i>e</i>/<i>o</i>, όπως η γεν. εν. ομηρ. <i>τέο</i>, που σχηματίστηκε με κατάλ. -<i>s</i>(<i>y</i>)<i>o</i>, χαρακτηριστική του αντωνυμικού συστήματος (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>kasya</i> λατ. <i>cuius</i>, αρχ. σλαβ. <i>česo</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>hwes</i>). Ο τ. <i>τέο</i> με [[συναίρεση]] έδωσε τον ιων. τ. <i>τεῦ</i> και τον αττ. τ. <i>τοῦ</i>. Με [[βάση]], [[επίσης]], τον τ. <i>τέο</i> σχηματίστηκαν στον Όμηρο και στον Ηρόδοτο οι τ. της δοτικής <i>τέῳ</i> και <i>τῳ</i> και στην αττ. <i>τῷ</i>. Στον πληθ. αριθμό μαρτυρείται γεν. [[τέων]] και δοτ. <i>τοῖσι</i>, που έχει διορθωθεί σε [[τέοισι]]. Με [[βάση]] το θ. <i>τε</i>- σχηματίστηκε στην ιων. διάλ. γεν. εν. [[τέου]] ενώ η λεσβ. παρέχει τους τ. <i>τίῳ</i> και [[τίοισι]], που αναπλάστηκαν πιθ. με [[βάση]] το <i>τίς</i>. Στον Όμηρο, [[τέλος]], μαρτυρείται πιο [[συχνά]] στις πλάγιες πτώσεις εν. και πληθ. το θ. σε -<i>e</i>/<i>o</i> [[παρά]] το θ. σε -<i>i</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τίς:''' τί (ῐ) (gen. τίνος - эп.-ион. [[τέο]], стяж. [[τεῦ]] и атт. τοῦ; dat. τίνι - ион. [[τέῳ]], атт. τῷ; acc. [[τίνα]], τί; pl.: τίνες, [[τίνα]]; gen. τίνων - ион. [[τέων]]; dat. τίσι и τοῖσι - ион. [[τεοῖσι]]; acc. τίνας, [[τίνα]])<br /><b class="num">1)</b> pron. interrog. et relat. кто, что: ἔστιν δὲ τίς τε καὶ τοῦ; Plat. кто он и чей (сын)?; τίς [[ἀνδρῶν]]; Her. кто среди людей? т. е. что за человек?; τίς ὢν σὺ πυνθάνει [[τάδε]]; Eur. кто ты, вопрошающий об этом?; τίς ἂν ἐξεύροι ποτ᾽ [[ἄμεινον]]; Arph. кто мог бы сыскать нечто лучшее?; τί [[οὖν]] δή ἐστιν, [[ἅττα]] εἶπεν; Plat. что же это такое он сказал?; [[ἠρώτων]] αὐτοὺς τίνες [[εἶεν]] Xen. (они) спросили их, кто они; σοὶ δὲ καὶ τούτοισι τοῖσι πράγμασι τί ἐστι; Her. что тебе до всего этого?; οὐκ [[ἔχω]] τί φῶ Aesch. не знаю, что говорить;<br /><b class="num">2)</b> adj. interrog. et relat. какой, который, что за: τίς γῆ, τίς [[δῆμος]], τίνες [[ἀνέρες]]; Hom. что (это) за край, что за народ, что за люди?; τίνος τέχνης [[ἐπιστήμων]] [[ἐστί]]; Plat. в каком искусстве он сведущ?; [[τίνα]] ἂν καλοῦντες αὐτὸν [[ὀρθῶς]] καλοῖμεν; Plat. каким (именем) называя его, назвали бы мы правильно?, т. е. как его правильно наименовать?; ἀγγελίαν [[φέρω]] χαλεπήν. - Τίνα ταύτην; Plat. я приношу тяжелую весть. - Какую же это?; εἰπὲ [[τίνα]] γνώμην ἔχεις; Xen. скажи, каково твое мнение?;<br /><b class="num">3)</b> (преимущ. τί; со знач. или оттенком наречия): τί κλαίεις; Hom. отчего ты плачешь?; τί δη; Plat. почему же?, как же так?; τί δ᾽ οὔ; Aesch. почему же нет?; τί οὐ βαδίζομεν; Plat. не пойти ли нам? | |||
}} | }} |