Anonymous

ὑπονοέω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπονοέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[υποψιάζομαι]], [[υποπτεύομαι]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με αιτ. προσ. και απαρ., [[υποπτεύομαι]] ότι..., σε Ηρόδ.· [[τῶν]] λεγόντων ὑπενοεῖτε, αισθάνεστε υποψίες για τους ομιλητές, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[υποπτεύομαι]], [[εικάζω]], [[φαντάζομαι]], [[πιθανολογώ]], [[σχηματίζω]], [[πλάθω]], [[κατασκευάζω]], φτιάχνω, κάνω προβλέψεις, εκτιμήσεις γύρω από, σε Αριστοφ.· απόλ., <i>ὑπονοοῦντες</i>, κατ' [[εικασία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ὑπονοέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[υποψιάζομαι]], [[υποπτεύομαι]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με αιτ. προσ. και απαρ., [[υποπτεύομαι]] ότι..., σε Ηρόδ.· [[τῶν]] λεγόντων ὑπενοεῖτε, αισθάνεστε υποψίες για τους ομιλητές, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[υποπτεύομαι]], [[εικάζω]], [[φαντάζομαι]], [[πιθανολογώ]], [[σχηματίζω]], [[πλάθω]], [[κατασκευάζω]], φτιάχνω, κάνω προβλέψεις, εκτιμήσεις γύρω από, σε Αριστοφ.· απόλ., <i>ὑπονοοῦντες</i>, κατ' [[εικασία]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπονοέω:''' <b class="num">1)</b> предполагать, подозревать (τι Plat., Arph. и ὡς … Thuc.): ὑπονοεῖς ἃ μή σε [[χρή]] Eur. ты подозреваешь чего не следует; σὺ μηδὲν εἰς εμ᾽ ὑπονόει τοιουτονί Arph. не подозревай меня в этом; ὑ. τινα τὰ τῶν Ἑλλήνων φρονεῖν Her. подозревать кого-л. в сочувствии грекам; ἄλλ᾽ ὑπονόησον σύ μοι Arph. подозревай что-л. другое, т. е. поверь мне в этом;<br /><b class="num">2)</b> догадываться, разгадывать (τι Her., Plut.): ὑπονοήσας αὐτῶν τὴν διάνοιαν Thuc. догадавшись об их замысле; ὁ δ᾽ ὑπονοήσας ἔλεξεν Arph. смекнув (в чем дело), он сказал; ὑπονοοῦντες προαρπάζειν [[ἀλλήλων]] τὰ λεγόμενα Plat. предвосхищать слова друг друга.
}}
}}