Anonymous

καίριος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "˙" to "·"
(nl)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καίριος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, Θέογν. 341, Τραγ., Λουκ. Νιγρ. 35: ([[καιρός]] Β): 1) παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τόπου, ὁ ἐν τῷ προσήκοντι τόπῳ, [[ἐντεῦθεν]], ἐπὶ μελῶν τοῦ σώματος, καίριον, ἐπικίνδυνον [[μέρος]] τοῦ σώματος, [[ἔνθα]] ἐὰν κτυπηθῇ τις ἀποθνήσκει, Ἰλ. Θ. 84, 326˙ οὐκ ἐν καιρίῳ, «οὐκ ἐν ἐπικινδύνῳ» (Σχόλ.), Δ 185˙ [[οὔτι]] [[βέλος]] κατὰ καίριον ἦλθεν Λουκ. 439˙ ὁ [[αὐχήν]] ἐστι τῶν καιρίων ξεν. Ἱππ. 12, καιριώτατον [[αὐτόθι]] - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πληγῶν, καιρία (δηλ. [[πληγή]]), θανατηφόρον [[τραῦμα]], καιρίην (κοινῶς: καιρίῃ) τετύφθαι Ἡρόδ. 3. 64˙ πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1343˙ καιρίας πληγῆς τυχεῖν [[αὐτόθι]] 1265˙ πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 4, 5, καὶ ἴδε [[ἀνταῖος]]˙ οὕτω, καιρίας σφαγὰς Εὐρ. Φοίν. 1430˙ καίρια νοσήματα, τραύματα Ἱππ. 448. ἔχειν τὴν καταφορὰν καιρίαν Πολύβ. 2. 33, 3. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ὁ ἐν τῷ προσήκοντι χρόνῳ, [[ἔγκαιρος]], προσήκων, [[κατάλληλος]], εὕρισκε [[ταῦτα]] καιριώτατα Ἡρόδ. 1. 125˙ χρὴ λέγειν τὰ καίρια Αἰσχύλ. Θήβ. 1, πρβλ. Χο. 582, 619˙ καίριοι συμφοραὶ [[αὐτόθι]] 1064˙ εἴ τι καίριον λέγεις Σοφ. Ἀντ. 724˙ δρᾶν, φρονεῖν τὰ καίρια ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 120, Ἠλ. 228˙ [[καίριος]] σπουδὴ ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 637˙ καιριωτέρα βουλὴ Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 471˙ κ. [[ἐνθύμημα]] Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, τὸ ἀεὶ καίριον ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 4. 2, 12, κτλ.˙ [[ὡσαύτως]] ἐν συμφωνίᾳ πρὸς τὸ ὐποκείμ., καιρίαν δ’ ἡμῖν ὁρῶ στείχουσαν Ἰοκάστην, ἐρχομένην κατὰ τὸν προσήκοντα χρόνον, Σοφ. Ο. Τ. 631˙ [[καίριος]] ἦλθες Εὐρ. Ἠλ. 598˙ ὁ δὲ Δινδ. Διώρθωσε καιρία (ἀντὶ καὶ δορία) [[πτώσιμος]], πίπτουσα κατὰ τὴν προσήκουσαν ἢ ὀλεθρίαν στιγμήν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1122: - τὰ καίρια, ἐπίκαιροι περιστάσεις, εὐκαιρίαι, Θουκ. 4. 10˙ αἰφνίδιοι δυσκολίαι, Δίων Κ. 34. 77, 2. 2) διαρκῶν ἐπί τινα καιρόν, Ἀνθ. Π. 12. 224. ΙΙΙ. τὸ κύριον [[μέρος]] πράγματός τινος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 15, 4 (Schneid. κυριώτατα). IV. Ἐπίρρ. -ρίως, ἐν τῷ προσήκοντι καιρῷ, ἁρμοδίως, καιρίως εἰρημένον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1372˙ σκοπεῖν Εὐρ. Ρῆσ. 339˙ Συγκρ. -ωτέρως, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 49˙ - οὕτω καί, πρὸς τὸ καίριον Σοφ. Φιλ. 525. 2) θανατηφόρως, θανασίμως, οὐτασμένος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1344, πρβλ. Πολύβ. 2. 69, 2.
|lstext='''καίριος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, Θέογν. 341, Τραγ., Λουκ. Νιγρ. 35: ([[καιρός]] Β): 1) παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τόπου, ὁ ἐν τῷ προσήκοντι τόπῳ, [[ἐντεῦθεν]], ἐπὶ μελῶν τοῦ σώματος, καίριον, ἐπικίνδυνον [[μέρος]] τοῦ σώματος, [[ἔνθα]] ἐὰν κτυπηθῇ τις ἀποθνήσκει, Ἰλ. Θ. 84, 326· οὐκ ἐν καιρίῳ, «οὐκ ἐν ἐπικινδύνῳ» (Σχόλ.), Δ 185· [[οὔτι]] [[βέλος]] κατὰ καίριον ἦλθεν Λουκ. 439· ὁ [[αὐχήν]] ἐστι τῶν καιρίων ξεν. Ἱππ. 12, καιριώτατον [[αὐτόθι]] - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πληγῶν, καιρία (δηλ. [[πληγή]]), θανατηφόρον [[τραῦμα]], καιρίην (κοινῶς: καιρίῃ) τετύφθαι Ἡρόδ. 3. 64· πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1343· καιρίας πληγῆς τυχεῖν [[αὐτόθι]] 1265· πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 4, 5, καὶ ἴδε [[ἀνταῖος]]· οὕτω, καιρίας σφαγὰς Εὐρ. Φοίν. 1430· καίρια νοσήματα, τραύματα Ἱππ. 448. ἔχειν τὴν καταφορὰν καιρίαν Πολύβ. 2. 33, 3. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ὁ ἐν τῷ προσήκοντι χρόνῳ, [[ἔγκαιρος]], προσήκων, [[κατάλληλος]], εὕρισκε [[ταῦτα]] καιριώτατα Ἡρόδ. 1. 125· χρὴ λέγειν τὰ καίρια Αἰσχύλ. Θήβ. 1, πρβλ. Χο. 582, 619· καίριοι συμφοραὶ [[αὐτόθι]] 1064· εἴ τι καίριον λέγεις Σοφ. Ἀντ. 724· δρᾶν, φρονεῖν τὰ καίρια ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 120, Ἠλ. 228· [[καίριος]] σπουδὴ ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 637· καιριωτέρα βουλὴ Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 471· κ. [[ἐνθύμημα]] Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, τὸ ἀεὶ καίριον ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 4. 2, 12, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν συμφωνίᾳ πρὸς τὸ ὐποκείμ., καιρίαν δ’ ἡμῖν ὁρῶ στείχουσαν Ἰοκάστην, ἐρχομένην κατὰ τὸν προσήκοντα χρόνον, Σοφ. Ο. Τ. 631· [[καίριος]] ἦλθες Εὐρ. Ἠλ. 598· ὁ δὲ Δινδ. Διώρθωσε καιρία (ἀντὶ καὶ δορία) [[πτώσιμος]], πίπτουσα κατὰ τὴν προσήκουσαν ἢ ὀλεθρίαν στιγμήν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1122: - τὰ καίρια, ἐπίκαιροι περιστάσεις, εὐκαιρίαι, Θουκ. 4. 10· αἰφνίδιοι δυσκολίαι, Δίων Κ. 34. 77, 2. 2) διαρκῶν ἐπί τινα καιρόν, Ἀνθ. Π. 12. 224. ΙΙΙ. τὸ κύριον [[μέρος]] πράγματός τινος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 15, 4 (Schneid. κυριώτατα). IV. Ἐπίρρ. -ρίως, ἐν τῷ προσήκοντι καιρῷ, ἁρμοδίως, καιρίως εἰρημένον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1372· σκοπεῖν Εὐρ. Ρῆσ. 339· Συγκρ. -ωτέρως, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 49· - οὕτω καί, πρὸς τὸ καίριον Σοφ. Φιλ. 525. 2) θανατηφόρως, θανασίμως, οὐτασμένος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1344, πρβλ. Πολύβ. 2. 69, 2.
}}
}}
{{bailly
{{bailly