Anonymous

κατέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "˙" to "·"
(nl)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατέρχομαι''': μέλλ. [[κατελεύσομαι]] (ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. [[κάτειμι]], ὡς καὶ τὸ κατῄειν [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀντὶ παρατ.)˙ ἀόρ. κατήλῠθον ἢ κατῆλθον: ἀπαρ. κατελθεῖν˙ ἀποθ. [[καταβαίνω]], Λατ. descendere, Οὐλύμποιο κατήλθομεν Ἰλ. Υ. 125, κτλ.˙ τιν’ ἀθανάτων ἐξ οὐρανοῦ ἀστερόεντος… κατελθέμεν Ζ. 109˙ [[καταβαίνω]] εἰς τὸν τάφον, κ. Ἄϊδος [[εἴσω]], Ἄϊδόσδε [[αὐτόθι]] 284., Η. 330˙ εἰς Ἅιδου Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1101, κτλ.˙ σπανίως μετ’ αἰτ., τίς… σκότου πύλας ἔτλη κατελθεῖν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 198. - [[ὡσαύτως]] ἀπὸ τῶν μεσογείων εἰς τὰ παράλια, ἐπὶ νῆα θοὴν [[κατελεύσομαι]] Ὀδ. Α. 303, πρβλ. ἢ ἀπὸ τῶν ἀγρῶν εἰς τὴν παρὰ τὴν θάλασσαν πόλιν, ἔτι δὲ ἀπὸ τοῦ πελάγους εἰς τὴν παραλίαν ἢ τὸν λιμένα (= κατάγομαι), μίμνει ἀγρῷ, οὐδὲ [[πόλινδε]] κ. Ὀδ. Λ. 188 καὶ Ω. 115. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κατερχομένης ὑπὸ πέτρης ἐκλύσθη ἡ [[θάλασσα]], ὑπὸ τοῦ κρημνιζομένου, καταφερομένου βράχου, Ὀδ. Ι. 484. 541˙ ἐπὶ ποταμοῦ, κατέρχεται ὁ [[Νεῖλος]] πληθύων, καταβαίνει πλημμυρῶν, Ἡρόδ. 2. 19˙ κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥεύματος Θουκ. 4. 75. 3) κ. εἰς τὸν ἀγῶνα, Λατ. descendere ad certamen, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 324. ΙΙ. ἰδίως [[ἐπανέρχομαι]] ἐκ τῆς ἐξορίας, Ἡρόδ. 4. 4., 5. 30., κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1647, Χο. 3, Εὐμ. 462, Σοφ. Ο. Κ. 601, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1165, κἑξ.˙ φυγὰς κατελθὼν Σοφ. Ἀντ. 200˙ ὃς ἂν κατέλθῃ τήνδε γῆν Εὐρ. Ι. Τ. 39˙ ἐπὶ παθ. σημασ., ὑπ’ ὀλιγαρχίας κατελθεῖν, ἐπαναφέρομαι ὑπὸ…, Θουκ. 7. 63˙ ἴδε [[κάτειμι]].
|lstext='''κατέρχομαι''': μέλλ. [[κατελεύσομαι]] (ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. [[κάτειμι]], ὡς καὶ τὸ κατῄειν [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀντὶ παρατ.)· ἀόρ. κατήλῠθον ἢ κατῆλθον: ἀπαρ. κατελθεῖν· ἀποθ. [[καταβαίνω]], Λατ. descendere, Οὐλύμποιο κατήλθομεν Ἰλ. Υ. 125, κτλ.· τιν’ ἀθανάτων ἐξ οὐρανοῦ ἀστερόεντος… κατελθέμεν Ζ. 109· [[καταβαίνω]] εἰς τὸν τάφον, κ. Ἄϊδος [[εἴσω]], Ἄϊδόσδε [[αὐτόθι]] 284., Η. 330· εἰς Ἅιδου Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1101, κτλ.· σπανίως μετ’ αἰτ., τίς… σκότου πύλας ἔτλη κατελθεῖν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 198. - [[ὡσαύτως]] ἀπὸ τῶν μεσογείων εἰς τὰ παράλια, ἐπὶ νῆα θοὴν [[κατελεύσομαι]] Ὀδ. Α. 303, πρβλ. ἢ ἀπὸ τῶν ἀγρῶν εἰς τὴν παρὰ τὴν θάλασσαν πόλιν, ἔτι δὲ ἀπὸ τοῦ πελάγους εἰς τὴν παραλίαν ἢ τὸν λιμένα (= κατάγομαι), μίμνει ἀγρῷ, οὐδὲ [[πόλινδε]] κ. Ὀδ. Λ. 188 καὶ Ω. 115. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κατερχομένης ὑπὸ πέτρης ἐκλύσθη ἡ [[θάλασσα]], ὑπὸ τοῦ κρημνιζομένου, καταφερομένου βράχου, Ὀδ. Ι. 484. 541· ἐπὶ ποταμοῦ, κατέρχεται ὁ [[Νεῖλος]] πληθύων, καταβαίνει πλημμυρῶν, Ἡρόδ. 2. 19· κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥεύματος Θουκ. 4. 75. 3) κ. εἰς τὸν ἀγῶνα, Λατ. descendere ad certamen, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 324. ΙΙ. ἰδίως [[ἐπανέρχομαι]] ἐκ τῆς ἐξορίας, Ἡρόδ. 4. 4., 5. 30., κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1647, Χο. 3, Εὐμ. 462, Σοφ. Ο. Κ. 601, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1165, κἑξ.· φυγὰς κατελθὼν Σοφ. Ἀντ. 200· ὃς ἂν κατέλθῃ τήνδε γῆν Εὐρ. Ι. Τ. 39· ἐπὶ παθ. σημασ., ὑπ’ ὀλιγαρχίας κατελθεῖν, ἐπαναφέρομαι ὑπὸ…, Θουκ. 7. 63· ἴδε [[κάτειμι]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly