Anonymous

θέα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  6 January 2019
m
Text replacement - "˙" to "·"
(1b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θέᾱ''': Ἰων. θέη, ἡ, (ἴδε ἐν λ. [[θάομαι]])˙ [[θεωρία]], [[ὄψις]], κύτταγμα, θέης [[ἄξιος]] = ἀξιοθέητος, Ἡρόδ. 1. 25, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 34˙ θέαν [[λαμβάνω]], [[λαμβάνω]] θέαν, θεῶμαι, [[βλέπω]], Σοφ. Φ. 536, πρβλ. 656˙ εἰς θέαν τινὸς ἔρχεσθαι, ἐπὶ θέαν ἐλθεῖν Εὐρ. Ι. Α. 427, Πλάτ. Λάχ. 179Ε˙ ἐπὶ τῇ θέᾳ τινὸς Ξεν. Κύρ. 1. 4, 24˙ βαδίζειν ἐπὶ κωμῳδῶν θέαν ὁ αὐτ. Οἰκ. 3. ἴδε ἐν λ. [[διέξοδος]]. β) ἐπὶ τοῦ πνεύματος, Ἀριστ. Φυσ. 4. 2, 8, κτλ. 2) [[ὄψις]], διαπρεπὴς τὴν θέαν (=[[ἰδεῖν]]) Εὐρ. Ι. Α. 1588˙ αἰσχρὰν θέαν παρέχειν Ξεν. Ἱππ. 7, ἀπὸ τῆς θέας εἰκάζειν Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 11. ΙΙ. τὸ θεωρούμενον [[θέαμα]], Ζηνὶ δυσκλεὴς θ. Αἰσχύλ. Πρ. 241˙ μάλ’ [[ἄζηλος]] θ. Σοφ. Ἠλ. 1455˙ ὡς ἴδω πικρὰν θ. Εὐρ. Ἱππ. 809˙ ἀταρβὴς τῆς θέας, μὴ φοβούμενος τὸ [[θέαμα]], Σοφ. Τρ. 23˙ πληθ., θέαι ἀμήχανοι τὸ [[κάλλος]] Πλάτ. Πολ. 615Α. 2) αὐτὸ τὸ [[θέαμα]], Πλούτ. Καίσ. 55, Βρούτ. 21, κτλ. ΙΙΙ. τὸ [[μέρος]], ἐξ οὗ θεᾶταί τις, [[θέσις]], [[ἑδώλιον]] ἐν τῷ θεάτρῳ, θέαν εἰς τὰ [[Διονύσια]] κατανεῖμαι τοῖς πρέσβεσι Αἰσχίν. 35. 11, πρβλ. Δημ. 234. 24˙ θέαν καταλαμβάνειν, [[καταλαμβάνω]] [[κάθισμα]], ὁ αὐτ. 572. 12˙ θέα ἡδωλιασμένη Dittenb. SIG. 432, προσκαταλαμβάνειν Λουκ. Ἑρμοτ. 39˙ ἔχειν ἐν τῷ θεάτρῳ Πλούτ. Φλαμ. 19, κτλ.
|lstext='''θέᾱ''': Ἰων. θέη, ἡ, (ἴδε ἐν λ. [[θάομαι]])· [[θεωρία]], [[ὄψις]], κύτταγμα, θέης [[ἄξιος]] = ἀξιοθέητος, Ἡρόδ. 1. 25, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 34· θέαν [[λαμβάνω]], [[λαμβάνω]] θέαν, θεῶμαι, [[βλέπω]], Σοφ. Φ. 536, πρβλ. 656· εἰς θέαν τινὸς ἔρχεσθαι, ἐπὶ θέαν ἐλθεῖν Εὐρ. Ι. Α. 427, Πλάτ. Λάχ. 179Ε· ἐπὶ τῇ θέᾳ τινὸς Ξεν. Κύρ. 1. 4, 24· βαδίζειν ἐπὶ κωμῳδῶν θέαν ὁ αὐτ. Οἰκ. 3. ἴδε ἐν λ. [[διέξοδος]]. β) ἐπὶ τοῦ πνεύματος, Ἀριστ. Φυσ. 4. 2, 8, κτλ. 2) [[ὄψις]], διαπρεπὴς τὴν θέαν (=[[ἰδεῖν]]) Εὐρ. Ι. Α. 1588· αἰσχρὰν θέαν παρέχειν Ξεν. Ἱππ. 7, ἀπὸ τῆς θέας εἰκάζειν Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 11. ΙΙ. τὸ θεωρούμενον [[θέαμα]], Ζηνὶ δυσκλεὴς θ. Αἰσχύλ. Πρ. 241· μάλ’ [[ἄζηλος]] θ. Σοφ. Ἠλ. 1455· ὡς ἴδω πικρὰν θ. Εὐρ. Ἱππ. 809· ἀταρβὴς τῆς θέας, μὴ φοβούμενος τὸ [[θέαμα]], Σοφ. Τρ. 23· πληθ., θέαι ἀμήχανοι τὸ [[κάλλος]] Πλάτ. Πολ. 615Α. 2) αὐτὸ τὸ [[θέαμα]], Πλούτ. Καίσ. 55, Βρούτ. 21, κτλ. ΙΙΙ. τὸ [[μέρος]], ἐξ οὗ θεᾶταί τις, [[θέσις]], [[ἑδώλιον]] ἐν τῷ θεάτρῳ, θέαν εἰς τὰ [[Διονύσια]] κατανεῖμαι τοῖς πρέσβεσι Αἰσχίν. 35. 11, πρβλ. Δημ. 234. 24· θέαν καταλαμβάνειν, [[καταλαμβάνω]] [[κάθισμα]], ὁ αὐτ. 572. 12· θέα ἡδωλιασμένη Dittenb. SIG. 432, προσκαταλαμβάνειν Λουκ. Ἑρμοτ. 39· ἔχειν ἐν τῷ θεάτρῳ Πλούτ. Φλαμ. 19, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly