Anonymous

δίαυλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "———————— " to "<br />"
m (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (ΑΝ)<br /><b>1.</b> στενή [[δίοδος]], [[στενωπός]], στενό<br /><b>2.</b> στενό που συνδέει δύο θάλασσες, [[πορθμός]], [[μπουγάζι]]<br />«οὗ δὴ στενὸν [[δίαυλον]] ᾤκισται πέτρας δεινὴ [[Χάρυβδις]]» (<b>Ευρ.</b> Τρωάδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[ελεύθερος]] [[χώρος]] [[ανάμεσα]] σε [[πεδία]] ναρκών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγώνισμα]] δρόμου [[διπλού]] σταδίου αντίστοιχο [[προς]] τον δρόμο 400 μέτρων<br /><b>2.</b> [[αγώνισμα]] δρόμου εφίππων<br /><b>3.</b> (για κύματα) [[άμπωτις]] και [[πλήμμυρα]], ύψωση και [[πτώση]] τών κυμάτων<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> α) [[διπλός]] [[αυλός]]<br />β) ρουθούνια<br /><b>5.</b> [[περίπατος]] (Προκόπιος)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]] («κάμψαι διαύλου [[θάτερον]] [[κῶλον]] [[πάλιν]]», <b>Αισχύλ.</b> Αγ.)<br />β) «[[δίαυλος]] του βίου» ή [[απλώς]] [[δίαυλος]]<br />[[περίοδος]] της ζωής («τὸν γὰρ ὕστατον τρέχων [[δίαυλον]] τοῡ βίου ζῆν [[βούλομαι]]», Άλεξις).———————— <b>(II)</b><br />-ο (Α -ος -ον)<br />αυτός που έχει δύο αυλούς, σωλήνες.
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (ΑΝ)<br /><b>1.</b> στενή [[δίοδος]], [[στενωπός]], στενό<br /><b>2.</b> στενό που συνδέει δύο θάλασσες, [[πορθμός]], [[μπουγάζι]]<br />«οὗ δὴ στενὸν [[δίαυλον]] ᾤκισται πέτρας δεινὴ [[Χάρυβδις]]» (<b>Ευρ.</b> Τρωάδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[ελεύθερος]] [[χώρος]] [[ανάμεσα]] σε [[πεδία]] ναρκών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγώνισμα]] δρόμου [[διπλού]] σταδίου αντίστοιχο [[προς]] τον δρόμο 400 μέτρων<br /><b>2.</b> [[αγώνισμα]] δρόμου εφίππων<br /><b>3.</b> (για κύματα) [[άμπωτις]] και [[πλήμμυρα]], ύψωση και [[πτώση]] τών κυμάτων<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> α) [[διπλός]] [[αυλός]]<br />β) ρουθούνια<br /><b>5.</b> [[περίπατος]] (Προκόπιος)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]] («κάμψαι διαύλου [[θάτερον]] [[κῶλον]] [[πάλιν]]», <b>Αισχύλ.</b> Αγ.)<br />β) «[[δίαυλος]] του βίου» ή [[απλώς]] [[δίαυλος]]<br />[[περίοδος]] της ζωής («τὸν γὰρ ὕστατον τρέχων [[δίαυλον]] τοῡ βίου ζῆν [[βούλομαι]]», Άλεξις).<br /><b>(II)</b><br />-ο (Α -ος -ον)<br />αυτός που έχει δύο αυλούς, σωλήνες.
}}
}}
{{lsm
{{lsm