Anonymous

αιχμή: Difference between revisions

From LSJ
3 bytes removed ,  15 January 2019
m
Text replacement - ">" to ">"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[αἰχμή]])<br /><b>1.</b> η αιχμηρή [[απόληξη]], το [[άκρο]] [[κάθε]] μυτερού αντικειμένου (δόρατος, ξίφους, αγκίστρου, βελόνας <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> το ακρότατο [[σημείο]], η [[κορύφωση]] ([[αιχμή]] μιας αρρώστιας, [[αιχμή]] της οικονομικής κρίσης, [[αιχμή]] της κυκλοφορίας)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[άκρο]], η [[λόγχη]] του δόρατος<br /><b>2.</b> το ίδιο το [[δόρυ]]<br /><b>3.</b> [[σώμα]] στρατιωτών που έφεραν [[δόρυ]], οι αιχμοφόροι<br /><b>4.</b> [[πόλεμος]], [[μάχη]], [[συμπλοκή]]<br /><b>5.</b> (για αρρώστιες)<br />[[δριμύτητα]], [[οξύτητα]]<br /><b>6.</b> φιλοπόλεμο [[πνεύμα]], [[αλλά]] και γενικά [[οξυθυμία]], [[ευέξαπτος]] [[χαρακτήρας]]<br /><b>7.</b> η [[τρίαινα]] του Ποσειδώνος<br /><b>8.</b> (δοτ. εν.) <i>αἰχμῇ</i><br />με το [[δόρυ]], δηλ. στον πόλεμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη [[κυρίως]] ποιητική. Στον πεζό λόγο της αρχαίας με [[εξαίρεση]] τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα τόσο η [[ίδια]] η λ. <i>αἰχμὴ</i> όσο και τα παράγωγά της δεν χρησιμοποιούνται. Χρησιμοποιείται μόνον ευρύτερα το σύνθ. [[αιχμάλωτος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>αἰχμὴ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἁλωτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλίσκομαι</i> «[[συλλαμβάνω]], [[κυριεύω]]») σε συνεχή [[χρήση]] [[μέχρι]] [[σήμερα]]. Η [[λέξη]] <i>αἰχμὴ</i> ανάγεται στη ΙΕ [[ρίζα]] <i>αἰκ</i>- «δόρυχτυπώ με αιχμηρό όπλο» (πρβλ. λιθουαν. <i>i</i><i>ē</i><i>šmas</i>, αρχ. πρωσσ. <i>aysmis</i> «[[λόγχη]]»). Ήτοι <i>αἰκ</i>-<i>σμᾱ</i> &GT; <i>αἰχ</i>-<i>μά</i> / <i>αἰχ</i>-<i>μὴ</i> (ο τ. με -<i>ς</i>- μαρτυρείται από τα Μυκηναϊκά: <i>aikasama</i> = <i>αἰκ</i>-<i>σμᾱ</i>). Αρχική σημ. της λ. ήταν η [[δήλωση]] του «αιχμηρού, μυτερού άκρου, της αιχμής» — εν συνεχεία σήμανε συνεκδοχικά «το [[ακόντιο]]» και μεταφορικά «τη [[μάχη]]». Ομόρριζα του <i>αἰχμὴ</i> [[είναι]] η [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[αἶκλοι]] («αἱ γωνίαι τοῦ βέλους») και τύποι με μηδενισμένη ([[χωρίς]] α) [[βαθμίδα]] θέματος (πρβλ. λατ. <i>ico</i> «[[βάλλω]], [[κτυπώ]]»), όπως κυπρ. <i>ἰκμαμένος</i> (= «αιχμημένος», πληγωμένος), [[ἰκτέα]] («ακόντιον») στον Ησύχιο, [[ἴκταρ]], επίρρ. «στην [[άκρη]] του, [[μόλις]] ακουμπώντας, [[κοντά]]», πιθ. και τα [[ἴγδις]], [[ἴγδη]] «το [[γουδί]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αἰχμάζω]], [[αἰχμητήρ]], [[αἰχμητής]], [[αἰχμήεις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιχμηρός]], [[αιχμικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αιχμάλωτος]], <b>αρχ.</b> [[αἰχμόδετος]], [[αἰχμοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αιχμοφιδής</i>, <i>αιχμοφοβία</i>].
|mltxt=η (Α [[αἰχμή]])<br /><b>1.</b> η αιχμηρή [[απόληξη]], το [[άκρο]] [[κάθε]] μυτερού αντικειμένου (δόρατος, ξίφους, αγκίστρου, βελόνας <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> το ακρότατο [[σημείο]], η [[κορύφωση]] ([[αιχμή]] μιας αρρώστιας, [[αιχμή]] της οικονομικής κρίσης, [[αιχμή]] της κυκλοφορίας)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[άκρο]], η [[λόγχη]] του δόρατος<br /><b>2.</b> το ίδιο το [[δόρυ]]<br /><b>3.</b> [[σώμα]] στρατιωτών που έφεραν [[δόρυ]], οι αιχμοφόροι<br /><b>4.</b> [[πόλεμος]], [[μάχη]], [[συμπλοκή]]<br /><b>5.</b> (για αρρώστιες)<br />[[δριμύτητα]], [[οξύτητα]]<br /><b>6.</b> φιλοπόλεμο [[πνεύμα]], [[αλλά]] και γενικά [[οξυθυμία]], [[ευέξαπτος]] [[χαρακτήρας]]<br /><b>7.</b> η [[τρίαινα]] του Ποσειδώνος<br /><b>8.</b> (δοτ. εν.) <i>αἰχμῇ</i><br />με το [[δόρυ]], δηλ. στον πόλεμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη [[κυρίως]] ποιητική. Στον πεζό λόγο της αρχαίας με [[εξαίρεση]] τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα τόσο η [[ίδια]] η λ. <i>αἰχμὴ</i> όσο και τα παράγωγά της δεν χρησιμοποιούνται. Χρησιμοποιείται μόνον ευρύτερα το σύνθ. [[αιχμάλωτος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>αἰχμὴ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἁλωτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλίσκομαι</i> «[[συλλαμβάνω]], [[κυριεύω]]») σε συνεχή [[χρήση]] [[μέχρι]] [[σήμερα]]. Η [[λέξη]] <i>αἰχμὴ</i> ανάγεται στη ΙΕ [[ρίζα]] <i>αἰκ</i>- «δόρυχτυπώ με αιχμηρό όπλο» (πρβλ. λιθουαν. <i>i</i><i>ē</i><i>šmas</i>, αρχ. πρωσσ. <i>aysmis</i> «[[λόγχη]]»). Ήτοι <i>αἰκ</i>-<i>σμᾱ</i> > <i>αἰχ</i>-<i>μά</i> / <i>αἰχ</i>-<i>μὴ</i> (ο τ. με -<i>ς</i>- μαρτυρείται από τα Μυκηναϊκά: <i>aikasama</i> = <i>αἰκ</i>-<i>σμᾱ</i>). Αρχική σημ. της λ. ήταν η [[δήλωση]] του «αιχμηρού, μυτερού άκρου, της αιχμής» — εν συνεχεία σήμανε συνεκδοχικά «το [[ακόντιο]]» και μεταφορικά «τη [[μάχη]]». Ομόρριζα του <i>αἰχμὴ</i> [[είναι]] η [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[αἶκλοι]] («αἱ γωνίαι τοῦ βέλους») και τύποι με μηδενισμένη ([[χωρίς]] α) [[βαθμίδα]] θέματος (πρβλ. λατ. <i>ico</i> «[[βάλλω]], [[κτυπώ]]»), όπως κυπρ. <i>ἰκμαμένος</i> (= «αιχμημένος», πληγωμένος), [[ἰκτέα]] («ακόντιον») στον Ησύχιο, [[ἴκταρ]], επίρρ. «στην [[άκρη]] του, [[μόλις]] ακουμπώντας, [[κοντά]]», πιθ. και τα [[ἴγδις]], [[ἴγδη]] «το [[γουδί]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αἰχμάζω]], [[αἰχμητήρ]], [[αἰχμητής]], [[αἰχμήεις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιχμηρός]], [[αιχμικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αιχμάλωτος]], <b>αρχ.</b> [[αἰχμόδετος]], [[αἰχμοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αιχμοφιδής</i>, <i>αιχμοφοβία</i>].
}}
}}