3,274,873
edits
(1a) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM [[δαιμόνιος]], -α, -ον, Α και [[δαιμόνιος]], -η, -ον και [[δαιμόνιος]], -ον) [[δαίμων]]<br />Ι. αυτός που προέρχεται από δαίμονα ή ανήκει σε δαίμονα<br />(<b>αρχ.-νεοελλ.</b>) [[έξοχος]], [[υπέροχος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[υπερφυσικός]], [[θεϊκός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στην επική [[γλώσσα]]) η κλητ. <i>δαιμόνιε</i>, <i>δαιμονίη</i> εκφράζει [[έκπληξη]], θαυμασμό, οίκτο ή χρησιμοποιείται ως θωπευτική [[προσφώνηση]] («δαιμόνιε, φθίσει σε τὸ σὸν [[μένος]]»<br />Αχ, καημένε, θα σε καταστρέψει η [[ορμή]] σου»)<br />II. <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[δαιμόνιο]], το (AM [[δαιμόνιον]])<br /><b>1.</b> ακάθαρτο, πονηρό [[πνεύμα]]<br /><b>2.</b> ο Διάβολος, ο Σατανάς<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[εισάγω]] καινά δαιμόνια» ή «καινὰ δαιμόνια [[εἰσφέρω]]» — [[προβάλλω]] εντελώς [[νέες]], ανορθόδοξες απόψεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> εξαιρετική [[ικανότητα]], [[ιδιοφυΐα]] («πολιτικό [[δαιμόνιο]]», «καλλιτεχνικό [[δαιμόνιο]]»)<br /><b>2.</b> (για [[παιδί]]) ζωηρό και ενοχλητικό, [[ζιζάνιο]]<br /><b>3.</b> δαιμονική [[επίδραση]] («η [[κόρη]] τα [[μεσάνυχτα]] [[δαιμόνιο]] τήνε πιάνει)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τον έπιασαν τα δαιμόνια» — [[είναι]] υπερβολικά οργισμένος, μανιασμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[θεία]] [[δύναμη]], το θείον<br /><b>2.</b> η [[μοίρα]]<br />(«τὰ | |mltxt=-α, -ο (AM [[δαιμόνιος]], -α, -ον, Α και [[δαιμόνιος]], -η, -ον και [[δαιμόνιος]], -ον) [[δαίμων]]<br />Ι. αυτός που προέρχεται από δαίμονα ή ανήκει σε δαίμονα<br />(<b>αρχ.-νεοελλ.</b>) [[έξοχος]], [[υπέροχος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[υπερφυσικός]], [[θεϊκός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στην επική [[γλώσσα]]) η κλητ. <i>δαιμόνιε</i>, <i>δαιμονίη</i> εκφράζει [[έκπληξη]], θαυμασμό, οίκτο ή χρησιμοποιείται ως θωπευτική [[προσφώνηση]] («δαιμόνιε, φθίσει σε τὸ σὸν [[μένος]]»<br />Αχ, καημένε, θα σε καταστρέψει η [[ορμή]] σου»)<br />II. <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[δαιμόνιο]], το (AM [[δαιμόνιον]])<br /><b>1.</b> ακάθαρτο, πονηρό [[πνεύμα]]<br /><b>2.</b> ο Διάβολος, ο Σατανάς<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[εισάγω]] καινά δαιμόνια» ή «καινὰ δαιμόνια [[εἰσφέρω]]» — [[προβάλλω]] εντελώς [[νέες]], ανορθόδοξες απόψεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> εξαιρετική [[ικανότητα]], [[ιδιοφυΐα]] («πολιτικό [[δαιμόνιο]]», «καλλιτεχνικό [[δαιμόνιο]]»)<br /><b>2.</b> (για [[παιδί]]) ζωηρό και ενοχλητικό, [[ζιζάνιο]]<br /><b>3.</b> δαιμονική [[επίδραση]] («η [[κόρη]] τα [[μεσάνυχτα]] [[δαιμόνιο]] τήνε πιάνει)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τον έπιασαν τα δαιμόνια» — [[είναι]] υπερβολικά οργισμένος, μανιασμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[θεία]] [[δύναμη]], το θείον<br /><b>2.</b> η [[μοίρα]]<br />(«τὰ τοῦ δαιμονίου» — οι εύνοιες τῆς μοίρας)<br /><b>3.</b> ο όρος που χρησιμοποιούσε ο [[Σωκράτης]] για να ορίσει το [[πνεύμα]] που κυριαρχούσε [[μέσα]] του<br />III. <b>επίρρ.</b> [[δαιμονίως]] και δαιμόνια (AM [[δαιμονίως]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[δαιμόνιο]] τρόπο, ευφυέστατα<br /><b>μσν.</b><br />[[παράφορα]]<br /><b>αρχ.</b><br />παράδοξα και υπερφυσικά, με [[θεία]] [[επέμβαση]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |