Anonymous

μνεία: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  15 February 2019
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[μνεία]], Α αιολ. τ. μνᾶ)<br /><b>1.</b> [[αναφορά]], [[υπόμνηση]], [[υπενθύμιση]] (α. «σε κανένα [[χωρίο]] δεν υπάρχει σχετική [[μνεία]]» β. «ὀλίγον πρότερον μνείαν ἐποιοῡ πρὸς ἐμὲ [[ὑπὲρ]] τοῡ νεανίσκου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μνεία]](ν) ποιοῡμαι τινος» ή «[[κάνω]] [[μνεία]]» — [[υπενθυμίζω]], [[μιλώ]] για [[κάτι]] ή για κάποιον («ἀναγκάζει... μνείαν ποιεῑσθαι τῆς τῶν ἀφροδισίων [[χάριτος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[εύφημος]] [[μνεία]]» — τιμητική [[διάκριση]]<br />που απονέμεται σύμφωνα με τους κανονισμούς αρχής, σωματείου, συλλόγου κ.λπ. για ορισμένες ενέργειας ή για την επιστημονική, κοινωνική κ.ά. [[προσφορά]] κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άγιο) [[νηστεία]]<br /><b>2.</b> [[μνήμη]], [[ανάμνηση]] («βίου δὲ τοῡ παρόντος οὐ μνείαν ἔχεις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (για αγίους) [[μνημόνευση]]<br /><b>4.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>αἱ Μνεῑαι</i><br />οι Μούσες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μνεία]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μνη</i>-<i>ιᾱ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μνᾱιᾱ</i>) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μνᾱ</i>- του [[μνάομαι]] / <i>μνῶμαι</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λεία]], [[χρεία]]) με [[βράχυνση]] της μακρόφωνου διφθόγγου (<b>[[πρβλ]].</b> [[ληιτουργώ]] > [[λειτουργώ]])].
|mltxt=η (ΑΜ [[μνεία]], Α αιολ. τ. μνᾶ)<br /><b>1.</b> [[αναφορά]], [[υπόμνηση]], [[υπενθύμιση]] (α. «σε κανένα [[χωρίο]] δεν υπάρχει σχετική [[μνεία]]» β. «ὀλίγον πρότερον μνείαν ἐποιοῡ πρὸς ἐμὲ [[ὑπὲρ]] τοῦ νεανίσκου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μνεία]](ν) ποιοῡμαι τινος» ή «[[κάνω]] [[μνεία]]» — [[υπενθυμίζω]], [[μιλώ]] για [[κάτι]] ή για κάποιον («ἀναγκάζει... μνείαν ποιεῑσθαι τῆς τῶν ἀφροδισίων [[χάριτος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[εύφημος]] [[μνεία]]» — τιμητική [[διάκριση]]<br />που απονέμεται σύμφωνα με τους κανονισμούς αρχής, σωματείου, συλλόγου κ.λπ. για ορισμένες ενέργειας ή για την επιστημονική, κοινωνική κ.ά. [[προσφορά]] κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άγιο) [[νηστεία]]<br /><b>2.</b> [[μνήμη]], [[ανάμνηση]] («βίου δὲ τοῦ παρόντος οὐ μνείαν ἔχεις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (για αγίους) [[μνημόνευση]]<br /><b>4.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>αἱ Μνεῑαι</i><br />οι Μούσες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μνεία]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μνη</i>-<i>ιᾱ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μνᾱιᾱ</i>) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μνᾱ</i>- του [[μνάομαι]] / <i>μνῶμαι</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λεία]], [[χρεία]]) με [[βράχυνση]] της μακρόφωνου διφθόγγου (<b>[[πρβλ]].</b> [[ληιτουργώ]] > [[λειτουργώ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm