Anonymous

προφήτης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(1b)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[προφήτις]], -ιδος και [[προφῆτις]], -ήτιδος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[προφάτας]] Α, θηλ. και προφήτισσα Ν, [[προυφῆτις]] Α<br /><b>1.</b> αυτός που προλέγει τα όσα πρόκειται να συμβούν, αυτός που προμαντεύει το [[μέλλον]] (α. «μάς τά είχε πει σαν να ήταν [[προφήτης]]» β. «ὅς δὲ κ' ἐμῶν ἐπέων ἔλθῃ πρώτιστα [[προφήτης]], τῷ δόμεν [[ἱμάτιον]] καθαρόν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (στην [[αρχαιότητα]]) θεόπνευστο [[πρόσωπο]] μέσω του οποίου γινόταν γνωστή στους ανθρώπους η [[θέληση]] τών θεών ή του θεού (α. «οι μεγάλοι προφήτες της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης» β. «θείῳ πνεύματι λαλήσαντες και τα μέλλοντα θεσπίσαντες... προφήτας δὲ αὐτοὺς καλοῡσιν», Ιουστίν.<br />γ. «Διὸς ὑψίστου προφάταν ἔξοχον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> (στην ΠΔ) α) [[εκείνος]] που ομιλεί [[αντί]] άλλου, αυτός που έχει κληθεί από τον θεό και ομιλεί [[αντί]] του θεού και εξ ονόματος του θεού και ανακοινώνει στους ανθρώπους, [[προς]] τους οποίους έχει σταλεί, τα όσα ο [[θεός]] με υπερφυσική [[δύναμη]] τους έχει προστάξει και αποκαλύψει<br />β) αυτός που με συμβολική ή αλληγορική [[γλώσσα]] προέλεγε την [[έλευση]] του μεσσία<br /><b>4.</b> (στην ΚΔ) [[μαθητής]] και [[συνεργάτης]] τών αποστόλων που συνέχισε το [[έργο]] τους, ο φωτισμένος από το Αγιο Πνεύμα [[δάσκαλος]] και εφοδιασμένος με αποστολική [[αυθεντία]] για τη [[διάδοση]] του ευαγγελίου και για τη [[στήριξη]] τών τοπικών Εκκλησιών που ανήκαν στην [[περιοχή]] του («ἔθετο ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας», ΚΔ)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ουδείς]] [[προφήτης]] [[δεκτός]] εν τῇ πατρίδι [[αυτού]]»<br />i) κανενός προφήτη το [[κήρυγμα]] δεν έγινε δεκτό στην [[ίδια]] του την [[πατρίδα]]<br />ii) ευκολότερα αναγνωρίζεται η [[αξία]] κάποιου από τους ξένους [[παρά]] από τους δικούς του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Προφήτης</i><br />ο Μωάμεθ<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>ειρων.</b> «πας [[μετά]] Χριστόν [[προφήτης]] [[γάιδαρος]] εστί» — [[κανείς]] δεν έχει την [[ικανότητα]] να προλέγει το [[μέλλον]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ιερέας]] και [[ερμηνευτής]] τών χρησμών στους Δελφούς («πλὴν [[ἑξήκοντα]] ἀνδρῶν καὶ τοῡ προφήτεω», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αναγνωρισμένος [[χρησμοδότης]] σε διάφορα [[μαντεία]]<br /><b>3.</b> (σε αιγυπτιακό ναό) [[ανώτερος]] [[αξιωματούχος]] του ιερατείου («[[προφήτης]] θεῶν Εὐεργετῶν», πάπ.)<br /><b>4.</b> ο [[ερμηνευτής]] τών ασαφών χρησμών του μάντη («τὸ τῶν προφητῶν [[γένος]] ἐπὶ ταῑς ἐνθέαις μαντείαις κριτὰς ἐπικαθιστάναι [[νόμος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> ο [[προάγγελος]] («τέττις... θέρεος γλυκὸς [[προφήτης]]», Ανακρεόντ.)<br /><b>6.</b> αυτός που κάνει διαγνώσεις και υποδεικνύει θεραπευτικά βότανα [[χωρίς]] να [[είναι]] [[γιατρός]], ο [[κομπογιανίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόφημι]] (<b>πρβλ.</b> <i>υπο</i>-<i>φήτης</i>].
|mltxt=ο, θηλ. [[προφήτις]], -ιδος και [[προφῆτις]], -ήτιδος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[προφάτας]] Α, θηλ. και προφήτισσα Ν, [[προυφῆτις]] Α<br /><b>1.</b> αυτός που προλέγει τα όσα πρόκειται να συμβούν, αυτός που προμαντεύει το [[μέλλον]] (α. «μάς τά είχε πει σαν να ήταν [[προφήτης]]» β. «ὅς δὲ κ' ἐμῶν ἐπέων ἔλθῃ πρώτιστα [[προφήτης]], τῷ δόμεν [[ἱμάτιον]] καθαρόν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (στην [[αρχαιότητα]]) θεόπνευστο [[πρόσωπο]] μέσω του οποίου γινόταν γνωστή στους ανθρώπους η [[θέληση]] τών θεών ή του θεού (α. «οι μεγάλοι προφήτες της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης» β. «θείῳ πνεύματι λαλήσαντες και τα μέλλοντα θεσπίσαντες... προφήτας δὲ αὐτοὺς καλοῡσιν», Ιουστίν.<br />γ. «Διὸς ὑψίστου προφάταν ἔξοχον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> (στην ΠΔ) α) [[εκείνος]] που ομιλεί [[αντί]] άλλου, αυτός που έχει κληθεί από τον θεό και ομιλεί [[αντί]] του θεού και εξ ονόματος του θεού και ανακοινώνει στους ανθρώπους, [[προς]] τους οποίους έχει σταλεί, τα όσα ο [[θεός]] με υπερφυσική [[δύναμη]] τους έχει προστάξει και αποκαλύψει<br />β) αυτός που με συμβολική ή αλληγορική [[γλώσσα]] προέλεγε την [[έλευση]] του μεσσία<br /><b>4.</b> (στην ΚΔ) [[μαθητής]] και [[συνεργάτης]] τών αποστόλων που συνέχισε το [[έργο]] τους, ο φωτισμένος από το Αγιο Πνεύμα [[δάσκαλος]] και εφοδιασμένος με αποστολική [[αυθεντία]] για τη [[διάδοση]] του ευαγγελίου και για τη [[στήριξη]] τών τοπικών Εκκλησιών που ανήκαν στην [[περιοχή]] του («ἔθετο ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας», ΚΔ)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ουδείς]] [[προφήτης]] [[δεκτός]] εν τῇ πατρίδι [[αυτού]]»<br />i) κανενός προφήτη το [[κήρυγμα]] δεν έγινε δεκτό στην [[ίδια]] του την [[πατρίδα]]<br />ii) ευκολότερα αναγνωρίζεται η [[αξία]] κάποιου από τους ξένους [[παρά]] από τους δικούς του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Προφήτης</i><br />ο Μωάμεθ<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>ειρων.</b> «πας [[μετά]] Χριστόν [[προφήτης]] [[γάιδαρος]] εστί» — [[κανείς]] δεν έχει την [[ικανότητα]] να προλέγει το [[μέλλον]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ιερέας]] και [[ερμηνευτής]] τών χρησμών στους Δελφούς («πλὴν [[ἑξήκοντα]] ἀνδρῶν καὶ τοῦ προφήτεω», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αναγνωρισμένος [[χρησμοδότης]] σε διάφορα [[μαντεία]]<br /><b>3.</b> (σε αιγυπτιακό ναό) [[ανώτερος]] [[αξιωματούχος]] του ιερατείου («[[προφήτης]] θεῶν Εὐεργετῶν», πάπ.)<br /><b>4.</b> ο [[ερμηνευτής]] τών ασαφών χρησμών του μάντη («τὸ τῶν προφητῶν [[γένος]] ἐπὶ ταῑς ἐνθέαις μαντείαις κριτὰς ἐπικαθιστάναι [[νόμος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> ο [[προάγγελος]] («τέττις... θέρεος γλυκὸς [[προφήτης]]», Ανακρεόντ.)<br /><b>6.</b> αυτός που κάνει διαγνώσεις και υποδεικνύει θεραπευτικά βότανα [[χωρίς]] να [[είναι]] [[γιατρός]], ο [[κομπογιανίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόφημι]] (<b>πρβλ.</b> <i>υπο</i>-<i>φήτης</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm