3,271,097
edits
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Μ ἀθρεψία)<br />[[έλλειψη]] κανονικής θρέψης, [[ελλιπής]] [[θρέψη]], [[ατροφία]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η (Μ ἀθρεψία)<br />[[έλλειψη]] κανονικής θρέψης, [[ελλιπής]] [[θρέψη]], [[ατροφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[θρέψις]]<br />ο όρος [[αθρεψία]] (πρβλ. γαλλ. <i>athrepsie</i>) εισήχθη από τον Pavvot το 1874 και στην ιατρική [[ορολογία]], για να δηλώσει μια γενικότερη [[μορφή]] δυστροφίας, που παρατηρείται σε βρέφη που πάσχουν από οξείες πεπτικές διαταραχές.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αθρεψικός]]]. | ||
}} | }} |