Anonymous

ακροώμαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀκροῶμαι (-άομαι) (Α)<br /><b>1.</b> [[ακούω]] (κάποιον), [[κυρίως]] με [[προσοχή]]<br /><b>2.</b> [[προσέχω]] τα λεγόμενα κάποιου, [[δίνω]] [[προσοχή]], [[υπακούω]]<br /><b>3.</b> (για γιατρούς) [[ακροάζομαι]]<br /><b>4.</b> <b>(μτχ.)</b> <i>ἀκροώμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />α. αυτός που ακούει, που παρακολουθεί διαλέξεις, ο [[ακροατής]]<br />β. [[αναγνώστης]]<br /><b>μσν.</b><br />(η μετχ. ως ουσ.) <i>οἱ ἀκροώμενοι</i><br />αυτοί στους οποίους επιτρεπόταν να στέκονται στον νάρθηκα του ναού και να ακούν μόνο το διδακτικό [[μέρος]] της θείας Λειτουργίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθετο εκ συναρπαγής» που προήλθε από τη [[φράση]] [[ἄκρον]] οὖς</i><br />αρχικά σήμαινε «[[τείνω]] το ους», «[[τεντώνω]] τ' αφτιά μου ν' ακούσω», άρα «[[ακούω]] προσεκτικά» (πρβλ. ετυμολ. του [[ακούω]]) και κατ' [[επέκταση]] «[[υπακούω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκροάζομαι]], [[ἀκρόαμα]], [[ἀκρόασις]], [[ἀκροατήριον]], [[ἀκροατής]] <b>μσν.</b> [[ἀκροάμων]] (<b>μσν. νεοελλ.</b>) [[ακρώνομαι]] Βλ. και [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].
|mltxt=ἀκροῶμαι (-άομαι) (Α)<br /><b>1.</b> [[ακούω]] (κάποιον), [[κυρίως]] με [[προσοχή]]<br /><b>2.</b> [[προσέχω]] τα λεγόμενα κάποιου, [[δίνω]] [[προσοχή]], [[υπακούω]]<br /><b>3.</b> (για γιατρούς) [[ακροάζομαι]]<br /><b>4.</b> <b>(μτχ.)</b> <i>ἀκροώμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />α. αυτός που ακούει, που παρακολουθεί διαλέξεις, ο [[ακροατής]]<br />β. [[αναγνώστης]]<br /><b>μσν.</b><br />(η μετχ. ως ουσ.) <i>οἱ ἀκροώμενοι</i><br />αυτοί στους οποίους επιτρεπόταν να στέκονται στον νάρθηκα του ναού και να ακούν μόνο το διδακτικό [[μέρος]] της θείας Λειτουργίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> «Σύνθετο εκ συναρπαγής» που προήλθε από τη [[φράση]] [[ἄκρον]] οὖς</i><br />αρχικά σήμαινε «[[τείνω]] το ους», «[[τεντώνω]] τ' αφτιά μου ν' ακούσω», άρα «[[ακούω]] προσεκτικά» (πρβλ. ετυμολ. του [[ακούω]]) και κατ' [[επέκταση]] «[[υπακούω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκροάζομαι]], [[ἀκρόαμα]], [[ἀκρόασις]], [[ἀκροατήριον]], [[ἀκροατής]] <b>μσν.</b> [[ἀκροάμων]] (<b>μσν. νεοελλ.</b>) [[ακρώνομαι]] Βλ. και [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].
}}
}}