ακροώμαι
Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον → Melior fortunae guttula artis urceo → Ein Topfen Glück ist mehr wert als ein Fass Verstand
Greek Monolingual
ἀκροῶμαι (-άομαι) (Α)
1. ακούω (κάποιον), κυρίως με προσοχή
2. προσέχω τα λεγόμενα κάποιου, δίνω προσοχή, υπακούω
3. (για γιατρούς) ακροάζομαι
4. (μτχ.) ἀκροώμενος, -η, -ον
α. αυτός που ακούει, που παρακολουθεί διαλέξεις, ο ακροατής
β. αναγνώστης
μσν.
(η μετχ. ως ουσ.) οἱ ἀκροώμενοι
αυτοί στους οποίους επιτρεπόταν να στέκονται στον νάρθηκα του ναού και να ακούν μόνο το διδακτικό μέρος της θείας Λειτουργίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ «Σύνθετο εκ συναρπαγής» που προήλθε από τη φράση ἄκρον οὖς
αρχικά σήμαινε «τείνω το ους», «τεντώνω τ' αφτιά μου ν' ακούσω», άρα «ακούω προσεκτικά» (πρβλ. ετυμολ. του ακούω) και κατ' επέκταση «υπακούω».
ΠΑΡ. ἀκροάζομαι, ἀκρόαμα, ἀκρόασις, ἀκροατήριον, ἀκροατής μσν. ἀκροάμων (μσν. νεοελλ.) ακρώνομαι Βλ. και λήμμα ακ-].