Anonymous

κονίω: Difference between revisions

From LSJ
11 bytes removed ,  9 February 2021
m
no edit summary
m (Text replacement - "ί¯" to "ῑ́")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=κονίω
|Full diacritics=κονῑ́ω
|Medium diacritics=κονίω
|Medium diacritics=κονίω
|Low diacritics=κονίω
|Low diacritics=κονίω
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κονίω:''' [ῑ], μέλ. κονίσω [ῑ], αόρ. αʹ <i>ἐκόνῑσα</i> — Παθ., παρακ. <i>κεκόνῑμαι</i>, γʹ ενικ. υπερσ. <i>κεκόνῑτο</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σκονίζω]], [[καλύπτω]] με σύννεφα σκόνης, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., <i>φεῦγον κεκονιμένοι</i>, έφυγαν γεμάτοι σκόνοι, σε Ομήρ. Ιλ., το pulverulenta [[fuga]] dant tergaτου Βιργ., στο ίδ.· απ' όπου, βρίσκομαι σε εξαιρετική [[βιασύνη]], σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., επιχέομαι όπως με [[σκόνη]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., <i>κονίοντες πεδίοιο</i>, καλπάζοντας πάνω από τη σκονισμένη [[πεδιάδα]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''κονίω:''' [ῑ], μέλ. κονίσω [ῑ], αόρ. αʹ <i>ἐκόνῑσα</i> — Παθ., παρακ. <i>κεκόνῑμαι</i>, γʹ ενικ. υπερσ. <i>κεκόνῑτο</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σκονίζω]], [[καλύπτω]] με σύννεφα σκόνης, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., <i>φεῦγον κεκονιμένοι</i>, έφυγαν γεμάτοι σκόνοι, σε Ομήρ. Ιλ., το pulverulenta [[fuga]] dant tergaτου Βιργ., στο ίδ.· απ' όπου, βρίσκομαι σε εξαιρετική [[βιασύνη]], σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., επιχέομαι όπως με [[σκόνη]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., <i>κονίοντες πεδίοιο</i>, καλπάζοντας πάνω από τη σκονισμένη [[πεδιάδα]], σε Όμηρ.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κονίω [κόνις] stof verspreiden:. κονίοντες πεδίοιο terwijl ze het stof opjoegen in de vlakte Il. 13.820. met acc. met stof bedekken:; ἐκόνισε δὲ χαίτας zijn haren kwamen onder het stof Il. 21.407; perf. pass.:; φεῦγον κεκονιμένοι zij vluchtten overdekt met stof Il. 21.541; κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος klimop overdekt met strobloem Theocr. Id. 1.30; ook med.:; κονισάμενοι die zich met stof bestrooid hebben (van atleten) Luc. 37.31; med. overdr. zich haasten:. κόνισαι λαβών λέκιθον pak snel wat groentebrei Aristoph. Eccl. 1177; ἥκῃ κεκονιμένος hij is in alle haast gekomen Aristoph. Eccl. 291.
|elnltext=κονίω [κόνις] stof verspreiden:. κονίοντες πεδίοιο terwijl ze het stof opjoegen in de vlakte Il. 13.820. met acc. met stof bedekken:; ἐκόνισε δὲ χαίτας zijn haren kwamen onder het stof Il. 21.407; perf. pass.:; φεῦγον κεκονιμένοι zij vluchtten overdekt met stof Il. 21.541; κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος klimop overdekt met strobloem Theocr. Id. 1.30; ook med.:; κονισάμενοι die zich met stof bestrooid hebben (van atleten) Luc. 37.31; med. overdr. zich haasten:. κόνισαι λαβών λέκιθον pak snel wat groentebrei Aristoph. Eccl. 1177; ἥκῃ κεκονιμένος hij is in alle haast gekomen Aristoph. Eccl. 291.
}}
}}
{{elru
{{elru