Anonymous

κονίω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  27 March 2021
m
Text replacement - "εῑν" to "εῖν"
mNo edit summary
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κονίω]] (Α) [[κόνις]]<br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] [[κάτι]] με [[σύννεφο]] σκόνης, [[καθιστώ]] [[κάτι]] σκονισμένο, [[καλύπτω]] με [[σκόνη]], [[σκονίζω]] (α. «[[ἑπτά]] δ' ἐπέσχε πέλεθρα πεσών, ἐκόνισε δὲ χαίτας», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> προετοιμάζομαι για [[μάχη]]<br /><b>3.</b> (για ίππους ή για άνδρες που αγωνίζονται σε αγώνα δρόμου ή για στρατό) [[σηκώνω]] [[σκόνη]] (α. «οἱ δ' ἐπέτοντο κονίοντες πεδίοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[ἐγγὺς]] γὰρ ἤδη... Ἀργείων στρατὸς χωρεῑν, κονίει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>κονίομαι</i><br />α) (για πτηνά ή άλλα ζώα) κυλιέμαι στη [[σκόνη]] («καὶ οἱ φασιανοί, ἐὰν μὴ κονίωνται, διαφθείρονται ὑπὸ τῶν φθειρῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) (για παλαιστές) [[πασπαλίζω]] το [[σώμα]] μου με [[σκόνη]] («χρισάμενοι τῷ ἐλαίῳ καὶ κονισάμενοι πρόϊτε καὶ αὐτοὶ πὺξ τὰς χεῑρας». <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> (ἡ μτχ. παθ. παρακμ.) <i>κεκονιμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[βιαστικός]], επειγόμενος.
|mltxt=[[κονίω]] (Α) [[κόνις]]<br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] [[κάτι]] με [[σύννεφο]] σκόνης, [[καθιστώ]] [[κάτι]] σκονισμένο, [[καλύπτω]] με [[σκόνη]], [[σκονίζω]] (α. «[[ἑπτά]] δ' ἐπέσχε πέλεθρα πεσών, ἐκόνισε δὲ χαίτας», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> προετοιμάζομαι για [[μάχη]]<br /><b>3.</b> (για ίππους ή για άνδρες που αγωνίζονται σε αγώνα δρόμου ή για στρατό) [[σηκώνω]] [[σκόνη]] (α. «οἱ δ' ἐπέτοντο κονίοντες πεδίοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[ἐγγὺς]] γὰρ ἤδη... Ἀργείων στρατὸς χωρεῖν, κονίει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>κονίομαι</i><br />α) (για πτηνά ή άλλα ζώα) κυλιέμαι στη [[σκόνη]] («καὶ οἱ φασιανοί, ἐὰν μὴ κονίωνται, διαφθείρονται ὑπὸ τῶν φθειρῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) (για παλαιστές) [[πασπαλίζω]] το [[σώμα]] μου με [[σκόνη]] («χρισάμενοι τῷ ἐλαίῳ καὶ κονισάμενοι πρόϊτε καὶ αὐτοὶ πὺξ τὰς χεῑρας». <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> (ἡ μτχ. παθ. παρακμ.) <i>κεκονιμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[βιαστικός]], επειγόμενος.
}}
}}
{{lsm
{{lsm