Anonymous

προσπλέκω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
m (Text replacement - "<form type="infl"><orth extent="full" lang="greek">" to "")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[πλέκω]], [[συμπλέκω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> <i>προσπλέκομαι</i><br />α) (για φίδια) [[ζευγαρώνω]]<br />β) προσκολλώμαι σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] [[κάτι]] με ένα φαρμακευτικό παρασκεύσμα<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> α) εμπλέκομαι σε [[κάτι]] («μυθώδη τινὰ προσπλέκεται τοῑς λεγομένοις», <b>Στράβ.</b>)<br />β) (με εχθρική σημ.) συμπλέκομαι με κάποιον<br />γ) [[επιμένω]] σε μια [[συζήτηση]] ή σε ένα [[επιχείρημα]].
|mltxt=ΜΑ<br />[[πλέκω]], [[συμπλέκω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> <i>προσπλέκομαι</i><br />α) (για φίδια) [[ζευγαρώνω]]<br />β) προσκολλώμαι σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] [[κάτι]] με ένα φαρμακευτικό παρασκεύσμα<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> α) εμπλέκομαι σε [[κάτι]] («μυθώδη τινὰ προσπλέκεται τοῖς λεγομένοις», <b>Στράβ.</b>)<br />β) (με εχθρική σημ.) συμπλέκομαι με κάποιον<br />γ) [[επιμένω]] σε μια [[συζήτηση]] ή σε ένα [[επιχείρημα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm