Anonymous

φύρω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  27 March 2021
m
Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς "
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανακατεύω]] [[κάτι]] στερεό με ένα [[υγρό]] και [[συνήθως]] το [[χαλώ]], το [[αλλοιώνω]] (α. «φύρειν γαῖαν ὕδει», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «[[πάντα]] βορβορῳ πεφυρμένα», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>2.</b> [[λερώνω]] («γαίᾳ πεφύρσεται κόμαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ραντίζω]], [[βρέχω]], πιτσιλώ (α. «αἵματι δ' [[οἶκος]] ἐφύρθη», <b>Ευρ.</b><br />β. «[[ὄμμα]] δακρύοις πεφυρμένοι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[βάφω]] («[[ἱστίον]]... πεφυρμένον ἄνθεϊ πρίνου», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>5.</b> [[προκαλώ]] [[μεγάλη]] [[σύγχυση]] («φύρουσι δ' αὐτὰ θεοὶ [[πάλιν]] τε καὶ [[πρόσω]] ταραγμὸν ἐντιθέντες», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>φύρομαι</i><br />α) ανακατεύομαι με άλλους, [[συναναστρέφομαι]]<br />β) [[κακολογώ]], [[βρίζω]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «φύρομαι [[περί]] γαστέρος ὁρμήν» — κυλιέμαι στις επιθυμίες της κοιλιάς μου, [[σκέπτομαι]] μόνο τί θα φάω <b>(Οππ.)</b><br />β) «[[φύρω]] ἐν ταῑς ὁμιλίαις» — [[μιλώ]] απρόσεχτα και συγκεχυμένα (Μάρκ. Αυρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. [[φύρω]], [[κατά]] μία [[άποψη]], μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bher</i>-<i>w</i>- «[[αναβράζω]], κινούμαι ορμητικά, έντονα» (<b>βλ. λ.</b> [[φρέαρ]]) και να συνδεθεί με τα: λατ. <i>ferveo</i> «[[βράζω]]», <i>fermentum</i> «[[ζύμη]], [[ζύμωμα]]» (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>ferment</i> «[[προζύμι]]»), αρχ. αγγλ. <i>beorma</i> «[[προζύμι]]», γερμ. <i>Barme</i> «[[ζύμη]]». Προβλήματα γεννά, [[ωστόσο]], το δυσερμήνευτο -<i>ῠ</i>- του ρ. <i>φῡρω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φῠρ</i>-<i>jω</i>, με [[επένθεση]] του -<i>j</i>-), το οποίο, [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει προέλθει από την [[αντιπροσώπευση]] του φωνηεντικού -<i>r</i>- της συνεσταλμένης βαθμίδας ως -<i>υρ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φύλλον]] <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>bhel</i>-). Η [[σύνδεση]], εξάλλου, του ρ. [[φύρω]] με το αρχ. ινδ. <i>bhurati</i> «ταράζομαι» που έχει υποστηριχθεί από ορισμένους μελετητές (<b>βλ.</b> και λ. [[πορφύρω]]) δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή, όπως [[άλλωστε]] και η [[σύνδεση]] με την ιλλυρικής προέλευσης ονομ. <i>Βούρινα</i>, μιας πηγής στην Κω. Από το ρ [[φύρω]], [[τέλος]], έχει προέλθει με επιτατικό αναδιπλασιασμό ο τ. <i>πορ</i>-[[φύρω]] (<b>πρβλ.</b> <i>μορ</i>-[[μύρω]]: [[μύρομαι]])].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανακατεύω]] [[κάτι]] στερεό με ένα [[υγρό]] και [[συνήθως]] το [[χαλώ]], το [[αλλοιώνω]] (α. «φύρειν γαῖαν ὕδει», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «[[πάντα]] βορβορῳ πεφυρμένα», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>2.</b> [[λερώνω]] («γαίᾳ πεφύρσεται κόμαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ραντίζω]], [[βρέχω]], πιτσιλώ (α. «αἵματι δ' [[οἶκος]] ἐφύρθη», <b>Ευρ.</b><br />β. «[[ὄμμα]] δακρύοις πεφυρμένοι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[βάφω]] («[[ἱστίον]]... πεφυρμένον ἄνθεϊ πρίνου», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>5.</b> [[προκαλώ]] [[μεγάλη]] [[σύγχυση]] («φύρουσι δ' αὐτὰ θεοὶ [[πάλιν]] τε καὶ [[πρόσω]] ταραγμὸν ἐντιθέντες», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>φύρομαι</i><br />α) ανακατεύομαι με άλλους, [[συναναστρέφομαι]]<br />β) [[κακολογώ]], [[βρίζω]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «φύρομαι [[περί]] γαστέρος ὁρμήν» — κυλιέμαι στις επιθυμίες της κοιλιάς μου, [[σκέπτομαι]] μόνο τί θα φάω <b>(Οππ.)</b><br />β) «[[φύρω]] ἐν ταῖς ὁμιλίαις» — [[μιλώ]] απρόσεχτα και συγκεχυμένα (Μάρκ. Αυρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. [[φύρω]], [[κατά]] μία [[άποψη]], μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bher</i>-<i>w</i>- «[[αναβράζω]], κινούμαι ορμητικά, έντονα» (<b>βλ. λ.</b> [[φρέαρ]]) και να συνδεθεί με τα: λατ. <i>ferveo</i> «[[βράζω]]», <i>fermentum</i> «[[ζύμη]], [[ζύμωμα]]» (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>ferment</i> «[[προζύμι]]»), αρχ. αγγλ. <i>beorma</i> «[[προζύμι]]», γερμ. <i>Barme</i> «[[ζύμη]]». Προβλήματα γεννά, [[ωστόσο]], το δυσερμήνευτο -<i>ῠ</i>- του ρ. <i>φῡρω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φῠρ</i>-<i>jω</i>, με [[επένθεση]] του -<i>j</i>-), το οποίο, [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει προέλθει από την [[αντιπροσώπευση]] του φωνηεντικού -<i>r</i>- της συνεσταλμένης βαθμίδας ως -<i>υρ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φύλλον]] <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>bhel</i>-). Η [[σύνδεση]], εξάλλου, του ρ. [[φύρω]] με το αρχ. ινδ. <i>bhurati</i> «ταράζομαι» που έχει υποστηριχθεί από ορισμένους μελετητές (<b>βλ.</b> και λ. [[πορφύρω]]) δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή, όπως [[άλλωστε]] και η [[σύνδεση]] με την ιλλυρικής προέλευσης ονομ. <i>Βούρινα</i>, μιας πηγής στην Κω. Από το ρ [[φύρω]], [[τέλος]], έχει προέλθει με επιτατικό αναδιπλασιασμό ο τ. <i>πορ</i>-[[φύρω]] (<b>πρβλ.</b> <i>μορ</i>-[[μύρω]]: [[μύρομαι]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm