Anonymous

κεῖμαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι"
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ κεῑμαι)<br /><b>1.</b> [[είμαι]] τοποθετημένος [[κάπου]], βρίσκομαι [[κάπου]], έχω [[θέση]], [[εδρεύω]], [[απαντώ]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] ξαπλωμένος στο [[έδαφος]]<br /><b>3.</b> [[κατάκειμαι]], [[απόκειμαι]], [[είμαι]] θαμμένος, βρίσκομαι [[νεκρός]], [[κείτομαι]] («[[ενθάδε]] κείται»)<br /><b>4.</b> (για νόμους) [[ισχύω]], έχω [[κύρος]], έχω τεθεί, έχω οριστεί (α. «οι κείμενοι νόμοι» β. «οι κείμενες διατάξεις»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ανήκω]]<br /><b>2.</b> βρίσκομαι στην [[εξουσία]]<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[άρρωστος]]<br /><b>4.</b> <b>απρόσ.</b> ταιριάζει, αρμόζει, επιτρέπειται<br /><b>5.</b> (η μτχ. ως επίθ.) <i>κείμενος</i>, -<i>ένη</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>)<br />α) θεσμοθετημένος<br />β) [[νόμιμος]] [[δίκαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοιμάμαι]], αναπαύομαι<br /><b>2.</b> [[μένω]] [[αργός]], [[σχολάζω]], [[αδρανώ]]<br /><b>3.</b> [[μένω]] [[ήρεμος]], [[ησυχάζω]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> ναρκώνομαι<br /><b>5.</b> [[είμαι]] [[κατάκοιτος]] από [[ασθένεια]], [[τραύμα]] κ.λπ.<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> βρίσκομαι σε [[αθλιότητα]]<br /><b>7.</b> (για άταφο [[πτώμα]]) [[είμαι]] εγκαταλελειμμένος, παραμελημένος<br /><b>8.</b> (για οικοδομές) [[είμαι]] ερειπωμένος, [[είμαι]] γκρεμισμένος<br /><b>9.</b> (για παλαιστές) έχω νικηθεί από τον αντίπαλο<br /><b>10.</b> [[αρμόζω]], [[είμαι]] [[κατάλληλος]]<br /><b>11.</b> (για [[περιουσία]] ή χρήματα) έχω τεθεί [[κατά]] [[μέρος]], έχω αποθησαυριστεί, έχω κατατεθεί<br /><b>12.</b> (μτφ. για [[πράξη]]) [[καταλογίζομαι]] σε [[βάρος]] κάποιου<br /><b>13.</b> τοποθετούμαι σε κατάλληλη [[θέση]]<br /><b>14.</b> [[πρόκειμαι]], [[είμαι]] ορισμένος, διατεταγμένος<br /><b>15.</b> [[είμαι]] αφιερωμένος σε κάποιο θεό<br /><b>16.</b> ορίζομαι με νόμο, [[είμαι]] [[τεταγμένος]], [[επιβεβλημένος]] με νόμο<br /><b>17.</b> (για φιλοσ. επιχειρήματα) [[ισχύω]], θεωρούμαι ως [[κάτι]] δεδομένο, ομολογημένο, παραδεκτό<br /><b>18.</b> (για ονόματα) δίνομαι<br /><b>19.</b> [[τυχαίνω]] [[συμβαίνω]], [[είμαι]] ενδεχόμενος<br /><b>20.</b> [[εξακολουθώ]] να [[είμαι]]<br /><b>21.</b> [[είμαι]] εγκατεστημένος<br /><b>22.</b> (για πράγματα) εξαρτώμαι από [[κάτι]]<br /><b>23.</b> <b>ιατρ.</b> α) (για [[ούρα]]) [[αφήνω]] [[ίζημα]]<br />β) καταπραΰνομαι<br /><b>24.</b> χρησιμοποιούμαι<br /><b>25.</b> (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) <i>τo κείμενον</i><br />το γενικά παραδεκτό<br /><b>26.</b> <b>φρ.</b> α) «κείμενον [[σχῆμα]]»<br /><b>αρχιτ.</b> κατακεκλιμένο [[σχέδιο]]<br />β) «κεῑμαι ὑπό τινων» — θάβομαι από κάποιους<br />γ) «αἱ κείμεναι ὑπό τῶν ὑπατικῶν γνῶμαι» — οι γνώμες που δίνουν οι υπατικοί<br />δ) «[[κείμενα]] ὀνόματα» — ορισμένοι όροι<br />ε) «θεῶν ἐν γούνασι κεῑταί τι» — εξαρτάται [[κάτι]] από τη [[θέληση]] τών θεών<br />στ) «κεῑσθαι ἔν τινι» ή «ἐπί τινι» — εξαρτώμαι εντελώς από κάποιον<br />ζ) «κεῑμαι ἐπί τινι» — [[προστίθεμαι]] ως [[βάρος]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[επιβαρύνω]], [[επιδεινώνω]]<br />η) (η προστ.) <i>κείσθω</i><br />([[συχνά]] στον <b>Αριστοτ.</b>) [[έστω]], [[έστω]] δεδομένο, δεδόσθω<br /><b>27.</b> (το απαρμφ. ενεστ. ως ουσ.) <i>κεῑσθαι</i><br /><b>(λογ.)</b> η [[στάση]] ή η [[θέση]] ως [[λογική]] [[κατηγορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kei</i>- «[[κείμαι]], βρίσκομαι» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>sete</i>, αβεστ. <i>sa</i><i>ē</i><i>te</i> «κοιμάται, βρίσκεται», χεττιτ. <i>kite</i>, <i>kittari</i> «κείται», πιθ. γοτθ. <i>haims</i> «[[χωριό]]», λατ. <i>civis</i>, <i>civitas</i> «[[πολίτης]], [[πολιτεία]]». Η [[σύνδεση]] με τη μυκηναϊκή μτχ. παρακμ. <i>ke</i>-<i>ke</i>-<i>me</i>-<i>na</i> «μοιρασμένος» (<b>[[πρβλ]].</b> [[κεάζω]]) [[είναι]] πολύ αμφίβολη. Η ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>κοι</i>- ( <i>koi</i>-) της ρίζας εμφανίζεται σε [[πολλά]] παράγωγα της λέξης (<b>[[πρβλ]].</b> [[κοίτος]], [[κοίτη]], [[κοιμάμαι]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κειμήλιον]], [[κοιμώ]], [[κοίτη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοίτος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αντίκειμαι]], [[απόκειμαι]], [[διάκειμαι]], [[επίκειμαι]], [[κατάκειμαι]], [[παράκειμαι]], [[πρόκειμαι]], [[πρόσκειμαι]], [[σύγκειμαι]], [[υπέρκειμαι]], [[υπόκειμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφίκειμαι]], [[ανάκειμαι]], <i>αντέγκειμαι</i>, <i>αντεπίκειμαι</i>, <i>αντιδιάκειμαι</i>, [[αντιπαράκειμαι]], [[αποδιάκειμαι]], [[εγκατάκειμαι]], [[έγκειμαι]], [[είσκειμαι]], [[έκκειμαι]], [[εμπρόκειμαι]], [[εναπόκειμαι]], [[ενδιάκειμαι]], [[ενυπόκειμαι]], [[επανάκειμαι]], <i>επέγκειμαι</i>, [[επιδιάκειμαι]], <i>επιπαράκειμαι</i>, <i>επιπρόκειμαι</i>, [[καθυπόκειμαι]], [[κατέγκειμαι]], [[κατεπίκειμαι]], [[μετάκειμαι]], [[παρακατάκειμαι]], [[παρέγκειμαι]], [[περίκειμαι]], [[προανάκειμαι]], [[προαπόκειμαι]], [[προδιάκειμαι]], [[προέγκειμαι]], [[προέκκειμαι]], [[προκατάκειμαι]], [[προπαράκειμαι]], [[προπερίκειμαι]], [[προσανάκειμαι]], [[προσαπόκειμαι]], [[προσέγκειμαι]], [[προσέκκειμαι]], [[προσεπίκειμαι]], [[προσπαράκειμαι]], [[προσπερίκειμαι]], [[προσύγκειμαι]], [[προσυπόκειμαι]], [[προϋπόκειμαι]], [[συγκατάκειμαι]], [[συμπαράκειμαι]], [[συνανάκειμαι]], [[συναπόκειμαι]], [[συνδιάκειμαι]], [[συνέκκειμαι]], [[συνεπίκειμαι]], [[συνυπόκειμαι]], [[υπανάκειμαι]], [[υπέγκειμαι]], [[υπέκκειμαι]], [[υπερανάκειμαι]], [[υπερέκκειμαι]], [[υπερκατάκειμαι]], [[υπερυπόκειμαι]]].
|mltxt=(ΑΜ κεῑμαι)<br /><b>1.</b> [[είμαι]] τοποθετημένος [[κάπου]], βρίσκομαι [[κάπου]], έχω [[θέση]], [[εδρεύω]], [[απαντώ]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] ξαπλωμένος στο [[έδαφος]]<br /><b>3.</b> [[κατάκειμαι]], [[απόκειμαι]], [[είμαι]] θαμμένος, βρίσκομαι [[νεκρός]], [[κείτομαι]] («[[ενθάδε]] κείται»)<br /><b>4.</b> (για νόμους) [[ισχύω]], έχω [[κύρος]], έχω τεθεί, έχω οριστεί (α. «οι κείμενοι νόμοι» β. «οι κείμενες διατάξεις»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ανήκω]]<br /><b>2.</b> βρίσκομαι στην [[εξουσία]]<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[άρρωστος]]<br /><b>4.</b> <b>απρόσ.</b> ταιριάζει, αρμόζει, επιτρέπειται<br /><b>5.</b> (η μτχ. ως επίθ.) <i>κείμενος</i>, -<i>ένη</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>)<br />α) θεσμοθετημένος<br />β) [[νόμιμος]] [[δίκαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοιμάμαι]], αναπαύομαι<br /><b>2.</b> [[μένω]] [[αργός]], [[σχολάζω]], [[αδρανώ]]<br /><b>3.</b> [[μένω]] [[ήρεμος]], [[ησυχάζω]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> ναρκώνομαι<br /><b>5.</b> [[είμαι]] [[κατάκοιτος]] από [[ασθένεια]], [[τραύμα]] κ.λπ.<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> βρίσκομαι σε [[αθλιότητα]]<br /><b>7.</b> (για άταφο [[πτώμα]]) [[είμαι]] εγκαταλελειμμένος, παραμελημένος<br /><b>8.</b> (για οικοδομές) [[είμαι]] ερειπωμένος, [[είμαι]] γκρεμισμένος<br /><b>9.</b> (για παλαιστές) έχω νικηθεί από τον αντίπαλο<br /><b>10.</b> [[αρμόζω]], [[είμαι]] [[κατάλληλος]]<br /><b>11.</b> (για [[περιουσία]] ή χρήματα) έχω τεθεί [[κατά]] [[μέρος]], έχω αποθησαυριστεί, έχω κατατεθεί<br /><b>12.</b> (μτφ. για [[πράξη]]) [[καταλογίζομαι]] σε [[βάρος]] κάποιου<br /><b>13.</b> τοποθετούμαι σε κατάλληλη [[θέση]]<br /><b>14.</b> [[πρόκειμαι]], [[είμαι]] ορισμένος, διατεταγμένος<br /><b>15.</b> [[είμαι]] αφιερωμένος σε κάποιο θεό<br /><b>16.</b> ορίζομαι με νόμο, [[είμαι]] [[τεταγμένος]], [[επιβεβλημένος]] με νόμο<br /><b>17.</b> (για φιλοσ. επιχειρήματα) [[ισχύω]], θεωρούμαι ως [[κάτι]] δεδομένο, ομολογημένο, παραδεκτό<br /><b>18.</b> (για ονόματα) δίνομαι<br /><b>19.</b> [[τυχαίνω]] [[συμβαίνω]], [[είμαι]] ενδεχόμενος<br /><b>20.</b> [[εξακολουθώ]] να [[είμαι]]<br /><b>21.</b> [[είμαι]] εγκατεστημένος<br /><b>22.</b> (για πράγματα) εξαρτώμαι από [[κάτι]]<br /><b>23.</b> <b>ιατρ.</b> α) (για [[ούρα]]) [[αφήνω]] [[ίζημα]]<br />β) καταπραΰνομαι<br /><b>24.</b> χρησιμοποιούμαι<br /><b>25.</b> (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) <i>τo κείμενον</i><br />το γενικά παραδεκτό<br /><b>26.</b> <b>φρ.</b> α) «κείμενον [[σχῆμα]]»<br /><b>αρχιτ.</b> κατακεκλιμένο [[σχέδιο]]<br />β) «κεῑμαι ὑπό τινων» — θάβομαι από κάποιους<br />γ) «αἱ κείμεναι ὑπό τῶν ὑπατικῶν γνῶμαι» — οι γνώμες που δίνουν οι υπατικοί<br />δ) «[[κείμενα]] ὀνόματα» — ορισμένοι όροι<br />ε) «θεῶν ἐν γούνασι κεῑταί τι» — εξαρτάται [[κάτι]] από τη [[θέληση]] τών θεών<br />στ) «κεῖσθαι ἔν τινι» ή «ἐπί τινι» — εξαρτώμαι εντελώς από κάποιον<br />ζ) «κεῑμαι ἐπί τινι» — [[προστίθεμαι]] ως [[βάρος]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[επιβαρύνω]], [[επιδεινώνω]]<br />η) (η προστ.) <i>κείσθω</i><br />([[συχνά]] στον <b>Αριστοτ.</b>) [[έστω]], [[έστω]] δεδομένο, δεδόσθω<br /><b>27.</b> (το απαρμφ. ενεστ. ως ουσ.) <i>κεῖσθαι</i><br /><b>(λογ.)</b> η [[στάση]] ή η [[θέση]] ως [[λογική]] [[κατηγορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kei</i>- «[[κείμαι]], βρίσκομαι» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>sete</i>, αβεστ. <i>sa</i><i>ē</i><i>te</i> «κοιμάται, βρίσκεται», χεττιτ. <i>kite</i>, <i>kittari</i> «κείται», πιθ. γοτθ. <i>haims</i> «[[χωριό]]», λατ. <i>civis</i>, <i>civitas</i> «[[πολίτης]], [[πολιτεία]]». Η [[σύνδεση]] με τη μυκηναϊκή μτχ. παρακμ. <i>ke</i>-<i>ke</i>-<i>me</i>-<i>na</i> «μοιρασμένος» (<b>[[πρβλ]].</b> [[κεάζω]]) [[είναι]] πολύ αμφίβολη. Η ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>κοι</i>- ( <i>koi</i>-) της ρίζας εμφανίζεται σε [[πολλά]] παράγωγα της λέξης (<b>[[πρβλ]].</b> [[κοίτος]], [[κοίτη]], [[κοιμάμαι]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κειμήλιον]], [[κοιμώ]], [[κοίτη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοίτος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αντίκειμαι]], [[απόκειμαι]], [[διάκειμαι]], [[επίκειμαι]], [[κατάκειμαι]], [[παράκειμαι]], [[πρόκειμαι]], [[πρόσκειμαι]], [[σύγκειμαι]], [[υπέρκειμαι]], [[υπόκειμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφίκειμαι]], [[ανάκειμαι]], <i>αντέγκειμαι</i>, <i>αντεπίκειμαι</i>, <i>αντιδιάκειμαι</i>, [[αντιπαράκειμαι]], [[αποδιάκειμαι]], [[εγκατάκειμαι]], [[έγκειμαι]], [[είσκειμαι]], [[έκκειμαι]], [[εμπρόκειμαι]], [[εναπόκειμαι]], [[ενδιάκειμαι]], [[ενυπόκειμαι]], [[επανάκειμαι]], <i>επέγκειμαι</i>, [[επιδιάκειμαι]], <i>επιπαράκειμαι</i>, <i>επιπρόκειμαι</i>, [[καθυπόκειμαι]], [[κατέγκειμαι]], [[κατεπίκειμαι]], [[μετάκειμαι]], [[παρακατάκειμαι]], [[παρέγκειμαι]], [[περίκειμαι]], [[προανάκειμαι]], [[προαπόκειμαι]], [[προδιάκειμαι]], [[προέγκειμαι]], [[προέκκειμαι]], [[προκατάκειμαι]], [[προπαράκειμαι]], [[προπερίκειμαι]], [[προσανάκειμαι]], [[προσαπόκειμαι]], [[προσέγκειμαι]], [[προσέκκειμαι]], [[προσεπίκειμαι]], [[προσπαράκειμαι]], [[προσπερίκειμαι]], [[προσύγκειμαι]], [[προσυπόκειμαι]], [[προϋπόκειμαι]], [[συγκατάκειμαι]], [[συμπαράκειμαι]], [[συνανάκειμαι]], [[συναπόκειμαι]], [[συνδιάκειμαι]], [[συνέκκειμαι]], [[συνεπίκειμαι]], [[συνυπόκειμαι]], [[υπανάκειμαι]], [[υπέγκειμαι]], [[υπέκκειμαι]], [[υπερανάκειμαι]], [[υπερέκκειμαι]], [[υπερκατάκειμαι]], [[υπερυπόκειμαι]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm