3,274,919
edits
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM | |mltxt=ο (AM ἀρουραῖος, -α, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ποντικός]] των αγρών<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πονηρός]], [[ποταπός]] («οι αρουραίοι της πολιτικής»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αγροτικός]]<br /><b>2.</b> (για λίθο) ο [[ακατέργαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρουρα]]. Ο όρος χρησιμοποιείται αρχικά ως [[επίθετο]] για να χαρακτηρίσει [[κυρίως]] τον ποντικό που ζεί στους αγρούς («[[αρουραίος]] μυς»). Στους νεώτερους χρόνους το αρσ. ουσιαστικοποιείται αποκτώντας τη σημ. του ποντικού των αγρών [[κατά]] [[παράλειψη]] της λ. <i>μυς</i> (πρβλ. και [[ποντικός]] <span style="color: red;"><</span> [[ποντικός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Πόντος</i> ή [[πόντος]]) <i>μυς</i>]. | ||
}} | }} |