αρουραίος
From LSJ
Ῥοπή ‘στιν ἡμῶν ὁ βίος, ὥσπερ ὁ ζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht
Greek Monolingual
ο (AM ἀρουραῖος, -α, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ.
1. ο ποντικός των αγρών
2. μτφ. πονηρός, ποταπός («οι αρουραίοι της πολιτικής»)
αρχ.
1. ο αγροτικός
2. (για λίθο) ο ακατέργαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρουρα. Ο όρος χρησιμοποιείται αρχικά ως επίθετο για να χαρακτηρίσει κυρίως τον ποντικό που ζεί στους αγρούς («αρουραίος μυς»). Στους νεώτερους χρόνους το αρσ. ουσιαστικοποιείται αποκτώντας τη σημ. του ποντικού των αγρών κατά παράλειψη της λ. μυς (πρβλ. και ποντικός < ποντικός (< Πόντος ή πόντος) μυς].