Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δηϊόω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δηϊόω''': Ἐπ. εὐκτ. δηϊόῳεν Ὀδ. Δ. 226, μετοχ. δηϊόων Ἰλ.· Ἀττ. ἐνεστ. δῃῶ, δῃοῦμεν, -οῦτε Ξεν. Κύρ. 3. 3, 18, Ἀριστοφ. Λυσ. 1146· μετοχ. δῃῶν ἔτι καὶ ἐν Ἰλ. Ρ. 65· παρατ. ἐδῄουν Θουκ. 1. 65, Ξεν., ἐδηίουν Ἡρόδ. 8. 33, 50 (ἐδῄευν 5. 89)· Ἐπ. δῄουν Ἰλ. Λ. 71· μέλλ. δῃώσω Ἰλ., Ἀττ.· ἀόρ. ἐδῄωσα Θουκ., ὑποτακτ. δῃώσῃ, -ωσιν Ἰλ., μετοχ. δῃώσας Ἰλ., Ἰων. δηϊώσας Ἡρόδ., Δωρ. δᾳώσας Συλλ. Ἐπιγρ. 175· πρκμ. δεδῄωκα Walz Ρήτ. 8. 193.― Μέσ., μέλλ. ([[μετὰ]] παθ. σημ.) Ἀπολλ. Ροδ. Β. 117· ἀόρ. α΄ δῃώσασθαι Κόϊντ. Σμ. 5. 567, πρβλ. 374.― Παθ., ἀόρ. ἐδηϊώθην Ἡρόδ. 7. 133, δῃωθεὶς Ὅμ.· πρκμ. δεδῃωμένος Λουκ. Νεκρ. Διαλόγ. 10. 11.― Ὁ Ὅμ. συναιρεῖ τὸ [[ῥῆμα]] τοῦτο [[ὅπου]] [[μετὰ]] τὸ ι ὑπάρχει συλλαβὴ μακρά· οἱ τύποι δηϊόῳεν, δηϊόων, δηϊόῳντο, ἠδύναντο νὰ [[εἶναι]] Ἐπ. τύποι τοῦ ἐνεστῶτος δῃϊάω, [[ὅπερ]] [[ἴσως]] ὡδήγησε τὸν Ἀπολλ. Ρόδ. (Β. 292) νὰ σχηματίσῃ παρατ. δῃϊάασκον· ἀλλ’ αὐτὸς ἔχει καὶ παρατατ. δήϊον, ὡς ἐκ ῥήματος δηΐω, Γ. 1374. Κατακόπτω, [[σφάζω]], [[φονεύω]], χαλκῷ δηϊόων Ἰλ. Ρ. 566, κτλ.· ἔγχεϊ δηϊόων περὶ Πατρόκλοιο θανόντος, φονεύων [τοὺς ἄνδρας] …, Σ. 195· ἀπολ., δῄουν, ἐφόνευον, ΙΙ. 771· δηϊόωντο, ἐφονεύοντο, Ν. 675· Ἕκτορα δῃώσαντε Χ. 218· Κικόνων ὑπὸ δῃωθέντες Ὀδ. Ι. 66· ― δῄουν... βοείας, κατέκοπτον ἀσπίδας, Ἰλ. Ε. 452, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ λόγχης, [[κόπτω]] εἰς δύο, Ξ. 518· ― ἐπὶ ἀγρίου θηρίου, [[σχίζω]], σπαράττω, [[ἔγκατα]] πάντα λαφύσσει δῃῶν Ρ. 65, πρβλ. Π. 158· τὸν πώγωνα δεδῃωμένος, ἔχων ἀποκεκομμένων τὸν πώγωνα, Λουκ. Νεκρ. Διαλόγ. 10. 11. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρ., [[καταστρέφω]], ἐρημῶ, [[διαρπάζω]] χώραν, Ἡρόδ. 5. 89., 7. 133, κτλ.· δ. χώραν Ἀριστοφ. Λυσ. 1146, Θουκ. 1. 81, κτλ.· ἄστυ δῃώσειν πυρὶ Σοφ. Ο. Κ. 1319.
|lstext='''δηϊόω''': Ἐπ. εὐκτ. δηϊόῳεν Ὀδ. Δ. 226, μετοχ. δηϊόων Ἰλ.· Ἀττ. ἐνεστ. δῃῶ, δῃοῦμεν, -οῦτε Ξεν. Κύρ. 3. 3, 18, Ἀριστοφ. Λυσ. 1146· μετοχ. δῃῶν ἔτι καὶ ἐν Ἰλ. Ρ. 65· παρατ. ἐδῄουν Θουκ. 1. 65, Ξεν., ἐδηίουν Ἡρόδ. 8. 33, 50 (ἐδῄευν 5. 89)· Ἐπ. δῄουν Ἰλ. Λ. 71· μέλλ. δῃώσω Ἰλ., Ἀττ.· ἀόρ. ἐδῄωσα Θουκ., ὑποτακτ. δῃώσῃ, -ωσιν Ἰλ., μετοχ. δῃώσας Ἰλ., Ἰων. δηϊώσας Ἡρόδ., Δωρ. δᾳώσας Συλλ. Ἐπιγρ. 175· πρκμ. δεδῄωκα Walz Ρήτ. 8. 193.― Μέσ., μέλλ. (μετὰ παθ. σημ.) Ἀπολλ. Ροδ. Β. 117· ἀόρ. α΄ δῃώσασθαι Κόϊντ. Σμ. 5. 567, πρβλ. 374.― Παθ., ἀόρ. ἐδηϊώθην Ἡρόδ. 7. 133, δῃωθεὶς Ὅμ.· πρκμ. δεδῃωμένος Λουκ. Νεκρ. Διαλόγ. 10. 11.― Ὁ Ὅμ. συναιρεῖ τὸ [[ῥῆμα]] τοῦτο [[ὅπου]] μετὰ τὸ ι ὑπάρχει συλλαβὴ μακρά· οἱ τύποι δηϊόῳεν, δηϊόων, δηϊόῳντο, ἠδύναντο νὰ [[εἶναι]] Ἐπ. τύποι τοῦ ἐνεστῶτος δῃϊάω, [[ὅπερ]] [[ἴσως]] ὡδήγησε τὸν Ἀπολλ. Ρόδ. (Β. 292) νὰ σχηματίσῃ παρατ. δῃϊάασκον· ἀλλ’ αὐτὸς ἔχει καὶ παρατατ. δήϊον, ὡς ἐκ ῥήματος δηΐω, Γ. 1374. Κατακόπτω, [[σφάζω]], [[φονεύω]], χαλκῷ δηϊόων Ἰλ. Ρ. 566, κτλ.· ἔγχεϊ δηϊόων περὶ Πατρόκλοιο θανόντος, φονεύων [τοὺς ἄνδρας] …, Σ. 195· ἀπολ., δῄουν, ἐφόνευον, ΙΙ. 771· δηϊόωντο, ἐφονεύοντο, Ν. 675· Ἕκτορα δῃώσαντε Χ. 218· Κικόνων ὑπὸ δῃωθέντες Ὀδ. Ι. 66· ― δῄουν... βοείας, κατέκοπτον ἀσπίδας, Ἰλ. Ε. 452, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ λόγχης, [[κόπτω]] εἰς δύο, Ξ. 518· ― ἐπὶ ἀγρίου θηρίου, [[σχίζω]], σπαράττω, [[ἔγκατα]] πάντα λαφύσσει δῃῶν Ρ. 65, πρβλ. Π. 158· τὸν πώγωνα δεδῃωμένος, ἔχων ἀποκεκομμένων τὸν πώγωνα, Λουκ. Νεκρ. Διαλόγ. 10. 11. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρ., [[καταστρέφω]], ἐρημῶ, [[διαρπάζω]] χώραν, Ἡρόδ. 5. 89., 7. 133, κτλ.· δ. χώραν Ἀριστοφ. Λυσ. 1146, Θουκ. 1. 81, κτλ.· ἄστυ δῃώσειν πυρὶ Σοφ. Ο. Κ. 1319.
}}
}}
{{bailly
{{bailly