Anonymous

καταλάμπω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταλάμπω''': μέλλ. -λάμψω.- Παθ. ἀόρ. κατελάμφθην, [[λάμπω]] ἐπί τινος ἢ [[ὑπεράνω]] τινός, [[μετὰ]] γεν., ὦν ὁ [[ἥλιος]] καταλ. Πλάτ. Πολ. 508D· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., κατ. τοὺς στενωποὺς τὰ πολλὰ φῶτα, [[φωτίζω]], Πλουτ. Κικ. 22· [[ἡμέρα]] κατέλαμψεν αὐτὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 24, πρβλ. Λουκ. Προμ. 19· κατέλαμπον κάμηλοι χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, ἀπήστραπτον ἐκ τοῦ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, ἐξ ὧν κεκοσμημέναι ἦσαν, Πλουτ. Ἀριστ. ΙΙ. ἀπολ., [[λάμπω]], ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, Εὐρ. Ἠλ. 464, 586· καὶ Παθ., καταλάμπομαι, ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 7· Εὐρ. Τρῳ. 1070, Ἴων 87· φωτὶ καταλάμπεσθαι καὶ τρανοῦσθαι Γρηγ.· ὑπὸ τοῦ κάλλους καταλαμφθεῖσα Μακαρ. Ὁμιλ. 2. Β, καὶ οὐδέτ., ἡ [[κόρη]] τῶν λεόντων καταλαμπομένη Ἀλέξ. Ἀφροδ.
|lstext='''καταλάμπω''': μέλλ. -λάμψω.- Παθ. ἀόρ. κατελάμφθην, [[λάμπω]] ἐπί τινος ἢ [[ὑπεράνω]] τινός, μετὰ γεν., ὦν ὁ [[ἥλιος]] καταλ. Πλάτ. Πολ. 508D· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., κατ. τοὺς στενωποὺς τὰ πολλὰ φῶτα, [[φωτίζω]], Πλουτ. Κικ. 22· [[ἡμέρα]] κατέλαμψεν αὐτὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 24, πρβλ. Λουκ. Προμ. 19· κατέλαμπον κάμηλοι χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, ἀπήστραπτον ἐκ τοῦ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, ἐξ ὧν κεκοσμημέναι ἦσαν, Πλουτ. Ἀριστ. ΙΙ. ἀπολ., [[λάμπω]], ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, Εὐρ. Ἠλ. 464, 586· καὶ Παθ., καταλάμπομαι, ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 7· Εὐρ. Τρῳ. 1070, Ἴων 87· φωτὶ καταλάμπεσθαι καὶ τρανοῦσθαι Γρηγ.· ὑπὸ τοῦ κάλλους καταλαμφθεῖσα Μακαρ. Ὁμιλ. 2. Β, καὶ οὐδέτ., ἡ [[κόρη]] τῶν λεόντων καταλαμπομένη Ἀλέξ. Ἀφροδ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly