3,277,220
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κληρόω''': Δωρ. κλᾱρόω, ([[κλῆρος]])· ― [[διορίζω]] ἄρχοντα διὰ κλήρου, ἀντίθετ. τῷ αἱρεῖσθαι ἢ χειροτονεῖν, Ἡρόδ. 1. 94, Ἰσοκρ. 144Α, Ἀριστ. Ρητ. 2. 20, 4· ― ἐπὶ τοῦ κλήρου, [[πίπτω]] εἴς τινα, λατ. designare, οὓς ἐκλήρωσεν [[πάλος]] Εὐρ. Ἴων 416. ― Παθ., διορίζομαι διὰ κλήρου, κληροῦσθαι τῶν ἀρχόντων Λυσ. 103. 29., 169. 24, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 298Ε· κεκληρῶσθαι ἄρχειν Λουκ. περὶ Πένθ. 2· οἱ κεκληρωμένοι Δημ. 728. 27, κτλ. 2) [[ῥίπτω]] κλῆρον, [[σύρω]] κλῆρον, Πλάτ. Νόμ. 759C, 856D· [[ὡσαύτως]], κληρώσω πάντας, θὰ κάμω [[ὥστε]] ἅπαντες νὰ ῥίψωσιν ἢ σύρωσι κλῆρον, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 683· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., Αἰσχύλ. Θήβ. 55, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 836, Δημ. 558. 16· τινος, διά τι [[πρᾶγμα]], ὁ αὐτ. 1318. 16· ὅτε ἐκληροῦσθε, ὅτε ἐσύρετε κλήρους, ὁ αὐτ. 341. 4. 3) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[ὡσαύτως]], κληροῦσθαί τι, [[λαμβάνω]] διὰ κλήρου, Εὐρ. Τρῳ. 29· κληροῦσθαι ἱερωσύνην Αἰσχίν. 26. 36· [[ὡσαύτως]] | |lstext='''κληρόω''': Δωρ. κλᾱρόω, ([[κλῆρος]])· ― [[διορίζω]] ἄρχοντα διὰ κλήρου, ἀντίθετ. τῷ αἱρεῖσθαι ἢ χειροτονεῖν, Ἡρόδ. 1. 94, Ἰσοκρ. 144Α, Ἀριστ. Ρητ. 2. 20, 4· ― ἐπὶ τοῦ κλήρου, [[πίπτω]] εἴς τινα, λατ. designare, οὓς ἐκλήρωσεν [[πάλος]] Εὐρ. Ἴων 416. ― Παθ., διορίζομαι διὰ κλήρου, κληροῦσθαι τῶν ἀρχόντων Λυσ. 103. 29., 169. 24, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 298Ε· κεκληρῶσθαι ἄρχειν Λουκ. περὶ Πένθ. 2· οἱ κεκληρωμένοι Δημ. 728. 27, κτλ. 2) [[ῥίπτω]] κλῆρον, [[σύρω]] κλῆρον, Πλάτ. Νόμ. 759C, 856D· [[ὡσαύτως]], κληρώσω πάντας, θὰ κάμω [[ὥστε]] ἅπαντες νὰ ῥίψωσιν ἢ σύρωσι κλῆρον, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 683· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., Αἰσχύλ. Θήβ. 55, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 836, Δημ. 558. 16· τινος, διά τι [[πρᾶγμα]], ὁ αὐτ. 1318. 16· ὅτε ἐκληροῦσθε, ὅτε ἐσύρετε κλήρους, ὁ αὐτ. 341. 4. 3) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[ὡσαύτως]], κληροῦσθαί τι, [[λαμβάνω]] διὰ κλήρου, Εὐρ. Τρῳ. 29· κληροῦσθαι ἱερωσύνην Αἰσχίν. 26. 36· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., κλ. ἱερωσύνης Δημ. 1313. 22., 1318. 16· ― κεκληρῶσθαι, κατέχειν (διὰ κλήρου), Ἱππ. Ἐπιδημ. 1287. 20, Αἰλ. π. Ζ. 5. 31. ΙΙ. [[ἀπονέμω]], δίδω, ὔμμε δ’ ἐκλάρωσε [[πότμος]] Ζηνὶ Πινδ. Ο. 8. 19· ἓν ἑκάστῳ ἐκλήρωσαν Θουκ. 6. 42. ― Παθ., ἐκληρώθην [[δούλη]] Εὐρ. Ἑκ. 102. 2) κλ. ὀμφάν, διὰ κλήρου χρησμοδοτῶ, Λατ. voce sortem edere, Εὐρ. Ἴων 908. ΙΙΙ. παρ’ Ἐκκλ., κλ. τινα, [[κάμνω]] τινὰ κληρικόν, «χειροτονῶ», Κύριλλ. Σκυθ. Βίος Σάβ. 244Α, κλ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |