3,273,773
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὐδείς''': οὐδεμίᾰ ([[οὐδέποτε]] -μίη), οὐδέν, (κλίνεται καὶ τονίζεται ὡς τὸ εἷς, μία, ἕν, καὶ [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ οὐδὲ εἷς, οὐδὲ μία, οὐδὲ ἕν,) ὡς τὸ Λατ. nullus, ἀντὶ τοῦ ne ullus, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ., Ἡσ. καὶ Πινδ. μόνον κατ’ οὐδ. οὐδέν, πλὴν ἐν τῇ φράσει, τὸ ὃν [[μένος]] οὐδενὶ εἴκων Ἰλ. Χ. 459, Ὀδ. Λ. 515 ἀλλὰ πάντα τὰ γένη [[εἶναι]] συνήθη παρὰ πᾶσι τοῖς λοιποῖς συγγραφεῦσι· - οὐδὲν [[συχν]]. ὡς οὐσιαστ. | |lstext='''οὐδείς''': οὐδεμίᾰ ([[οὐδέποτε]] -μίη), οὐδέν, (κλίνεται καὶ τονίζεται ὡς τὸ εἷς, μία, ἕν, καὶ [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ οὐδὲ εἷς, οὐδὲ μία, οὐδὲ ἕν,) ὡς τὸ Λατ. nullus, ἀντὶ τοῦ ne ullus, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ., Ἡσ. καὶ Πινδ. μόνον κατ’ οὐδ. οὐδέν, πλὴν ἐν τῇ φράσει, τὸ ὃν [[μένος]] οὐδενὶ εἴκων Ἰλ. Χ. 459, Ὀδ. Λ. 515 ἀλλὰ πάντα τὰ γένη [[εἶναι]] συνήθη παρὰ πᾶσι τοῖς λοιποῖς συγγραφεῦσι· - οὐδὲν [[συχν]]. ὡς οὐσιαστ. μετὰ γεν. διαιρετ., οὐδὲν ἀπολείποντες προθυμίας Θουκ. 8. 22, κτλ.· - σπάνιον ἐν τῷ πληθ. ([[ἐπειδὴ]] ὁ [[τύπος]] οὐδαμοὶ [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀντ’ [[αὐτοῦ]]), Ἀνδοκ. 4. 21, Ξεν. Λακ. 3, 1· πρὸς οὐδένας τῶν Ἑλλήνων Δημ. 233. 2, πρβλ. 350. 26· οὐδένων εἰσὶ βελτίους, δηλ. οὔ τινων ἄλλων, ὁ αὐτ. 23. 6, (πρβλ. οὐδενὸς βελτίους Πλάτ. Πρωτ. 324D)· ἀλλ’ ὁ πληθ. [[οὗτος]] σχηματισμὸς [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ ἰδιαιτέρας τινὸς ἐννοίας, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3. 2) οὐδεὶς [[ὅστις]] οὐ, Λατ. nemo non, πᾶς τις, Ἡρόδ. 3. 72, καὶ Ἀττ.· οὐδὲν ὅ τι οὐ, Λατ. nihil non, Ἡρόδ. 5. 97· τοῦτο κατήντησε νὰ θεωρῆται ὡς μία [[λέξις]], [[ὥστε]] τὸ οὐδεὶς ἔλαβε τὴν πτῶσιν τοῦ [[ὅστις]], οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε Πλάτ. Φαίδων 117D· οὐδενὸς ὅτου οὐ πάντων ἄν ... πατὴρ [[εἴην]] ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 317 C, πρβλ. 323Β· οὐδενὶ ὅτῳ οὐκ ἀποκρινόμενος ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 70 C· - [[οὕτως]], οὐδεὶς ὃς οὐχὶ ... ὀνειδιεῖ Σοφ. Ο. Τ. 373· οὐδὲν γὰρ.. οὔτ’ αἰσχρὸν οὔτ’ ἄτιμόν ἐσθ’, ὁποῖον οὐ ... οὐκ ὄπωπ’ ἐγὼ ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 4· (ἀλλὰ τὸ οὐδεὶς οὐκ ἔπασχέ τι, ὡς τὸ Λατ. nemo non, πᾶς τις, ἐν Ξεν. Συμπ. 1, 9, [[εἶναι]] [[ἐναντίον]] πρὸς τὸ ἑλληνικὸν [[ἰδίωμα]], Ἕρμανν. εἰς Σοφ. Ἀντ. 4, Cobet N. LL. 602). II. [[μηδαμινός]], «τιποτένιος», ὦ νῦν μὲν οὐδεὶς Ἀριστοφ. Ἱππ. 158, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 187. 5· τὸ μὲν [γένος ἀνδρῶν] οὐδὲν Πινδ. Ν. 6. 5· - [[συχν]]. ἐν τῷ οὐδετέρῳ οὐδὲν εἰδώς, οὐδὲν γιγνώσκων, Θέογν. καὶ Εὐρ. παρὰ Cobet N. LL. 292· οὐδὲν λέγειν, ἴδε [[λέγω]] (Β. 7)· τὸ οὐδ’ οὐδέν, ἀπολύτως [[τίποτε]], Πλάτ. Θεαίτ. 180Α. 2) τὸ οὐδέτ. ἐπὶ προσώπων, οὐδέν εἰμι Ἡρόδ. 1. 76, Σοφ. Φιλ. 951, κλ.· - οὐδὲν εἶ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 144· πρὸς τὸν οὐδὲν Εὐρ. Φοίν. 598· οὐδὲν [[ἤστην]] πλὴν …, δὲν ἦσαν διὰ [[τίποτε]] [[ἄλλο]] εἰ μὴ ..., Ἀριστοφ. Ὄρν. 19, κλ.· ᾧ ἀνεμέσητον ... οὐδενὶ [[εἶναι]] Πλάτ. Θεαίτ. 175Ε· ἴδε Cobet N. LL 685. 3) ἐν τῷ πληθυντ., οὐδένες ἐόντες ἐν οὐδαμοῖσι ἐοῦσι Ἕλλησι, ἀνάξιοι παντὸς λόγου, Ἡρόδ. 9. 58· ὄντες οὐδένες Εὐρ. Ἀνδρ. 700, πρβλ. Ι. Α. 371· ὁ μηδὲν ὤν κἀξ. οὐδένων κεκλήσομαι ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 594, πρβλ. Ἀποσπάσμ. 536· τὸ μηδὲν εἰς οὐδένα ῥέπει· ([[οὕτως]], οὐ γὰρ ἠξίου τοὺς μηδένας Σοφ. Αἴ. 1114). 4) μετὰ προθέσεων, παρ’ οὐδὲν [[εἶναι]] ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 983, κτλ.· παρ’ οὐδὲν ἄγειν, θέσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 35, Εὐρ. Ι. Τ. 732· δι’ οὐδενὸς ποιεῖσθαι Σοφ. Ο. Κ. 584· ἐν οὐδενὸς [[εἶναι]] μέρει Δημ. 23. 14. 5) τὸ οὐδέν, [[τίποτε]] μηδέν, ἐν τῇ ἀριθμ.· ἐν χρήσει παρὰ τῷ Δημοκρ. ὡς [[ὄνομα]] τοῦ κενοῦ καὶ ἀπείρου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 202. ΙΙΙ. οὐδ. οὐδὲν ὡς ἐπίρρ., [[διόλου]], [[οὐδόλως]], [[τίποτε]], ἄριστον… οὐδὲν ἔτισεν Ἰλ. Α. 412, πρβλ. Ω. 370, κλ.· [[οὕτως]], οὐδέν τι Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 42, κλ.· οὐδέν τι [[πάντως]] Ἡρόδ. 5. 65· οὐδὲν μή, ἴδε ἐν λ. οὐ μή· - ἐπὶ ἀποκρίσεων, [[οὐδόλως]], «[[διόλου]]», Ἀριστοφ. Νεφ. 694· οὐδέν γε ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1360, κτλ.· οὐδὲν [[πάνυ]] ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 733· - οὐδὲν [[μᾶλλον]], οὐδὲν ἧσσον, οὐδὲν [[ὕστερος]], ἴδε [[μάλα]] ΙΙ. β, [[ἥσσων]] 4, [[ὕστερος]] Α. Ι. 2) οὐδὲν [[ἄλλο]] ἤ, ἴδε ἐν λ. [[ἄλλος]] ΙΙΙ. 2. Β. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: ἡ ἐμφατικωτέρα καὶ κυριολεκτικὴ [[σημασία]] τοῦ οὐδὲ εἷς, ne unus quidem, δηλ. «κἀνείς», ἀνήκει εἰς τὸν πλήρη τύπον οὐδὲ εἷς, οὐδὲ μία, οὐδὲ ἕν, [[ὅπερ]] [[οὐδέποτε]] πάσχει ἔκθλιψιν, καὶ παρ’ αὐτοῖς ἔτι τοῖς Ἀττικ. ποιητ. (ἴδε Ἀριστοφάν. Βατρ. 927, Λυσ. 1044, Πλ. 138, 1115), ἀλλὰ [[συχνάκις]] μεταξὺ τῶν δύο μερῶν παρεντίθεται μόριόν τι, [[οἷον]], οὐδ’ ἂν εἷς, οὐδὲ πρὸς μίαν, οὐδὲ μεθ’ ἕνων, οὐδ’ ὑφ’ ἕνων, κλ., Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. ἐν τῷ προοιμίῳ σελ. 31, Cobet. N. LL. 318. ― Ὑπάρχει καὶ μεταγεν. [[τύπος]] [[οὐθείς]], οὐθέν, ὃ ἴδε· ― ὁ Ζωναρᾶς (ἐν Μεγ. Ἐτυμολ. 639. 17) καὶ ἕτεροι ὑπολαμβάνουσι τὸ οὐδεὶς ὡς σύνθετον οὐχὶ ἐκ τοῦ οὐδὲ καὶ εἷς, ἀλλ’ ἐκ τοῦ οὐ καὶ τοῦ Αἰολ. [[δείς]], δὲν (τὸ δὲν ἢ τὸ μηδὲν Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1109Α· καὶ κ’ οὐδὲν ἐκ δένος γένοιτο Ἀλκαῖ. 72)· [[ὥστε]] τὸ [[δείς]], δὲν ([[ὅθεν]] τὰ [[δεῖνα]], [[δεῖνος]], δεῖνι) θὰ ἦτο = τῷ τὶς, τὶ, καὶ [[οὐδείς]], = τῷ [[οὔτις]]. Ἀλλὰ τὰ [[ὑπὲρ]] τῆς γνώμης ταύτης ἐπιχειρήματα ἐκ τοῦ τονισμοῦ καὶ τῆς χρήσεως πληθ. δὲν [[εἶναι]] ἐπαρκῆ· τὸ δὲ θηλ. οὐδεμία, μετὰ τῶν ἐπιθ. οὐδέτερος, οὐδοπότερος σαφῶς ὑποστηρίζουσι τὴν ἑτέραν γνώμην. ― Μάλιστα τὸ Αἰολ. δεὶς πιθαν. ἦτο = τῷ εἷς [[μᾶλλον]] ἢ τῷ τις. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |