Anonymous

σπόρος: Difference between revisions

From LSJ
m
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "κόκκος, ῥάξ, σπέρμα" to "κόκκος, σπέρμα")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sporos
|Transliteration C=sporos
|Beta Code=spo/ros
|Beta Code=spo/ros
|Definition=ὁ, (σπείρω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sowing]], <span class="bibl">Hdt.8.109</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>7.20</span>, <span class="bibl">Theoc.16.94</span>, etc.; <b class="b3">μετὰ τὸν σ</b>. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>42d</span>: metaph., ὁ γαμήλιος σ. καὶ ἄροτος Plu. 2.144b: pl., <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>7.5.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[seed-time]], <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>17.4</span>; ἀπὸ σπόρω <span class="bibl">Theoc.10.14</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[seed]], <b class="b3">λίνου σ</b>. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>7.65</span>; σ. ἐν νειοῖσιν βάλλοντες <span class="bibl">Theoc.25.25</span>, cf. <span class="bibl">A.R.3.413</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Marc.</span>4.26</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[harvest]], [[crop]], <span class="bibl">Hdt.4.53</span>, <span class="bibl"><span class="title">PGrenf.</span>2.36.16</span> (i B.C.), etc.; <b class="b3">ὁ πρώϊμος σ</b>. <span class="title">OGI</span>56.68 (Canopus, iii B.C.); <b class="b3">γᾶς σ</b>. <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>706</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[offspring]], Lyc.221,750. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> [[semen genitale]], [[varia lectio|v.l.]] for [[γονή]] in <span class="bibl">Hp.<span class="title">Vict.</span>2.54</span>.</span>
|Definition=ὁ, ([[σπείρω]])<br><span class="bld">A</span> [[sowing]], [[Herodotus|Hdt.]]8.109, X.''Oec.''7.20, Theoc.16.94, etc.; <b class="b3">μετὰ τὸν σπόρον</b> Pl.''Ti.''42d: metaph., ὁ γαμήλιος σπόρος καὶ ἄροτος Plu. 2.144b: pl., [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 7.5.5.<br><span class="bld">2</span> [[seed-time]], X.''Oec.''17.4; ἀπὸ σπόρω Theoc.10.14.<br><span class="bld">II</span> [[seed]], <b class="b3">λίνου σπόρος</b> Hp.''Epid.''7.65; σ. ἐν νειοῖσιν βάλλοντες Theoc.25.25, cf. A.R.3.413, ''Ev.Marc.''4.26, etc.<br><span class="bld">2</span> [[harvest]], [[crop]], [[Herodotus|Hdt.]]4.53, ''PGrenf.''2.36.16 (i B.C.), etc.; <b class="b3">ὁ πρώϊμος σπόρος</b> ''OGI''56.68 (Canopus, iii B.C.); <b class="b3">γᾶς σπόρος</b> S.''Ph.''706 (lyr.).<br><span class="bld">3</span> [[offspring]], Lyc.221,750.<br><span class="bld">4</span> [[semen]], [[sperm]], Lat. [[semen genitale]], [[varia lectio|v.l.]] for [[γονή]] in Hp.''Vict.''2.54.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0924.png Seite 924]] ὁ, das Säen, Xen. Oec. 7, 20; die Saat, Her. 8, 109; Plat. Tim. 42 d; der Saamen, Plut. Symp. 4, 5, 2; auch das Erzeugte, φορβὰν ἱερᾶς γᾶς σπόρον, Soph. Phil. 700.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0924.png Seite 924]] ὁ, das [[Säen]], Xen. Oec. 7, 20; die Saat, Her. 8, 109; Plat. Tim. 42 d; der [[Saamen]], Plut. Symp. 4, 5, 2; auch das Erzeugte, φορβὰν ἱερᾶς γᾶς σπόρον, Soph. Phil. 700.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[ensemencement]] ; [[temps des semailles]];<br /><b>2</b> [[semence]] ; [[produit]].<br />'''Étymologie:''' [[σπείρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σπόρος -ου, ὁ [~ σπείρω] Dor. gen. –ω [[het zaaien]]; [[zaad]]; [[gezaaid gewas]]; uitbr. [[zaaiseizoen]]. Theocr. Id. 10.14.
}}
{{elru
|elrutext='''σπόρος:''' ὁ [[σπείρω]] (дор. gen. [[σπόρω]])<br /><b class="num">1</b> [[сеяние]], [[засев]] Her., Xen. etc.;<br /><b class="num">2</b> [[время посевных работ]], [[сев]] Xen., Theocr.;<br /><b class="num">3</b> [[семя]] Theocr., Plut., NT;<br /><b class="num">4</b> [[плод]], [[урожай]], [[сбор]], Her., Soph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σπόρος''': ὁ, ([[σπείρω]]) τὸ σπείρειν, Ἡρόδ. 8. 109, Ξεν. Οἰκ. 7, 20, Θεόκρ., κλπ.· μετὰ τὸν σπ. Πλάτ. Τίμ. 42D· μεταφορ., ὁ γῆς σπ. καὶ ἄροτος Πλούτ. 2. 144Β· - πληθ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 5. 2) ἐποχὴ [[κατάλληλος]] πρὸς σποράν, Ξεν. Οἰκ. 17, 4· ἀπὸ σπόρω Θεόκρ. 10, 14. ΙΙ. [[σπέρμα]], [[σπορά]], σπ. ἐν νειοῖσιν βάλλοντες Θεόκρ. 25. 5, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 413. 2) «γέννημα», «γεννήματα», καρπός, «ἐσοδεία», [[θερισμός]], Ἡρόδ. 4. 53· γᾶς σπ. Σοφ. Φιλ. 706. 3) [[γενεά]], ἔκγονα, τέκνα, Λυκόφρ. 221, 750, κτλ. 4) = [[γονή]], semen genitale, Ἱππ. 359. 41, Πλούτ., κλπ.
|lstext='''σπόρος''': ὁ, ([[σπείρω]]) τὸ σπείρειν, Ἡρόδ. 8. 109, Ξεν. Οἰκ. 7, 20, Θεόκρ., κλπ.· μετὰ τὸν σπ. Πλάτ. Τίμ. 42D· μεταφορ., ὁ γῆς σπ. καὶ ἄροτος Πλούτ. 2. 144Β· - πληθ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 5. 2) ἐποχὴ [[κατάλληλος]] πρὸς σποράν, Ξεν. Οἰκ. 17, 4· ἀπὸ σπόρω Θεόκρ. 10, 14. ΙΙ. [[σπέρμα]], [[σπορά]], σπ. ἐν νειοῖσιν βάλλοντες Θεόκρ. 25. 5, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 413. 2) «γέννημα», «γεννήματα», καρπός, «ἐσοδεία», [[θερισμός]], Ἡρόδ. 4. 53· γᾶς σπ. Σοφ. Φιλ. 706. 3) [[γενεά]], ἔκγονα, τέκνα, Λυκόφρ. 221, 750, κτλ. 4) = [[γονή]], semen genitale, Ἱππ. 359. 41, Πλούτ., κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> ensemencement ; temps des semailles;<br /><b>2</b> semence ; produit.<br />'''Étymologie:''' [[σπείρω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 26: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> η [[πράξη]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σπείρω]], η [[σπορά]], το [[σπάρσιμο]] (α. «άρχισε [[νωρίς]] [[νωρίς]] ο [[σπόρος]]» β. «καὶ γὰρ νεατὸς καὶ [[σπόρος]] καὶ [[φυτεία]]... ὑπαίθρια... ἔργα ἐστίν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που σπέρνεται στη γη για να βλαστήσει, το [[σπέρμα]] οποιουδήποτε καρπού (α. «οι σπόροι του καρπουζιού» β. «ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῑραι τὸν σπόρον αὐτοῡ», ΚΔ)<br /><b>3.</b> το [[σπέρμα]], το γονιμοποιό [[έκκριμα]] τών γεννητικών οργάνων του άνδρα και τών αρσενικών ζώων<br /><b>4.</b> [[παιδί]], [[τέκνο]], [[απόγονος]] (α. «δεν θά 'μαι του [[πατέρα]] μου [[σπόρος]] αν τή γλυτώσεις» β. «τῆς κηρύλου δαμαρτος ἀπτῆνα σπόρον», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αρχή]], αρχική [[αιτία]] («έσπειραν τον σπόρο της επανάστασης»)<br /><b>2.</b> μικρόσωμο και ζωηρό [[παιδί]] («πάψε σπόρε, μη μιλάς!»)<br /><b>3.</b> [[καρπός]] στον οποίο το [[σπέρμα]] συμφύεται με το [[περικάρπιο]] και δεν αποχωρίζεται από αυτό<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) φυτικό όργανο ή [[τμήμα]] φυτικού οργάνου το οποίο αν φυτευθεί μπορεί να δώσει ένα νέο [[φυτό]], όπως [[είναι]] ο πατατόσπορος<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σπόρος]] βελτιωτή» — ο [[σπόρος]] που παράγεται [[κατά]] τη [[σποροπαραγωγή]] σε περιορισμένη [[ποσότητα]], στην [[περίπτωση]] που πρόκειται να διατεθεί μια νέα βελτιωμένη [[ποικιλία]]<br />β) «το αμιγές του σπόρου» — η [[κατάσταση]] στην οποία βρίσκεται ο [[σπόρος]] όταν δεν περιέχει σπόρους άλλων [[φυτών]]<br />γ) «[[παλαίωση]] σπόρου»<br /><b>(φυτοπαθ.)</b> [[ικανότητα]] του σπόρου να διατηρείται για [[μερικά]] [[χρόνια]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] τών οποίων ο [[παθογόνος]] [[παράγοντας]] που βρίσκεται [[μέσα]] του νεκρώνεται ή αδρανοποιείται και ο [[σπόρος]] απαλλάσσεται από αυτόν ενώ εξακολουθεί να διατηρεί τη βλαστική του [[ικανότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εποχή]] κατάλληλη για [[σπορά]]<br /><b>2.</b> [[σοδειά]], [[συγκομιδή]] («οὐ φορβὰν ἱερᾱς γᾱς σπόρον», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] [[σπορ]]- του [[σπείρω]]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> η [[πράξη]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σπείρω]], η [[σπορά]], το [[σπάρσιμο]] (α. «άρχισε [[νωρίς]] [[νωρίς]] ο [[σπόρος]]» β. «καὶ γὰρ νεατὸς καὶ [[σπόρος]] καὶ [[φυτεία]]... ὑπαίθρια... ἔργα ἐστίν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που σπέρνεται στη γη για να βλαστήσει, το [[σπέρμα]] οποιουδήποτε καρπού (α. «οι σπόροι του καρπουζιού» β. «ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ», ΚΔ)<br /><b>3.</b> το [[σπέρμα]], το γονιμοποιό [[έκκριμα]] τών γεννητικών οργάνων του άνδρα και τών αρσενικών ζώων<br /><b>4.</b> [[παιδί]], [[τέκνο]], [[απόγονος]] (α. «δεν θά 'μαι του [[πατέρα]] μου [[σπόρος]] αν τή γλυτώσεις» β. «τῆς κηρύλου δαμαρτος ἀπτῆνα σπόρον», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αρχή]], αρχική [[αιτία]] («έσπειραν τον σπόρο της επανάστασης»)<br /><b>2.</b> μικρόσωμο και ζωηρό [[παιδί]] («πάψε σπόρε, μη μιλάς!»)<br /><b>3.</b> [[καρπός]] στον οποίο το [[σπέρμα]] συμφύεται με το [[περικάρπιο]] και δεν αποχωρίζεται από αυτό<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) φυτικό όργανο ή [[τμήμα]] φυτικού οργάνου το οποίο αν φυτευθεί μπορεί να δώσει ένα νέο [[φυτό]], όπως [[είναι]] ο πατατόσπορος<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σπόρος]] βελτιωτή» — ο [[σπόρος]] που παράγεται [[κατά]] τη [[σποροπαραγωγή]] σε περιορισμένη [[ποσότητα]], στην [[περίπτωση]] που πρόκειται να διατεθεί μια νέα βελτιωμένη [[ποικιλία]]<br />β) «το αμιγές του σπόρου» — η [[κατάσταση]] στην οποία βρίσκεται ο [[σπόρος]] όταν δεν περιέχει σπόρους άλλων [[φυτών]]<br />γ) «[[παλαίωση]] σπόρου»<br /><b>(φυτοπαθ.)</b> [[ικανότητα]] του σπόρου να διατηρείται για [[μερικά]] [[χρόνια]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] τών οποίων ο [[παθογόνος]] [[παράγοντας]] που βρίσκεται [[μέσα]] του νεκρώνεται ή αδρανοποιείται και ο [[σπόρος]] απαλλάσσεται από αυτόν ενώ εξακολουθεί να διατηρεί τη βλαστική του [[ικανότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εποχή]] κατάλληλη για [[σπορά]]<br /><b>2.</b> [[σοδειά]], [[συγκομιδή]] («οὐ φορβὰν ἱερᾱς γᾱς σπόρον», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] [[σπορ]]- του [[σπείρω]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σπόρος:''' ὁ ([[σπείρω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πράξη]], [[ενέργεια]] της [[σποράς]], [[σπορά]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[εποχή]] [[σποράς]], σε Ξεν., Θεόκρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[σπόρος]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραγωγή]], [[γέννημα]], καρποί, [[συγκομιδή]], [[σοδειά]], σε Ηρόδ., Σοφ.
|lsmtext='''σπόρος:''' ὁ ([[σπείρω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πράξη]], [[ενέργεια]] της [[σποράς]], [[σπορά]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[εποχή]] [[σποράς]], σε Ξεν., Θεόκρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[σπόρος]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραγωγή]], [[γέννημα]], καρποί, [[συγκομιδή]], [[σοδειά]], σε Ηρόδ., Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=σπόρος -ου, ὁ [~ σπείρω] Dor. gen. –ω het zaaien; zaad; gezaaid gewas; uitbr. zaaiseizoen. Theocr. Id. 10.14.
}}
{{elru
|elrutext='''σπόρος:''' ὁ [[σπείρω]] (дор. gen. [[σπόρω]])<br /><b class="num">1)</b> сеяние, засев Her., Xen. etc.;<br /><b class="num">2)</b> время посевных работ, сев Xen., Theocr.;<br /><b class="num">3)</b> семя Theocr., Plut., NT;<br /><b class="num">4)</b> плод, урожай, сбор Her., Soph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 45: Line 45:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[seed-time]]
|woodrun=[[seed-time]]
}}
{{trml
|trtx====[[seed]]===
Acehnese: bijèh; Acholi: kodi; Afar: mexexu; Ainu: ピイェ, タネ; Akkadian: 𒆰; Aklanon: binhi; Albanian: farë; Ama: ino; Amharic: ዘር; Apache Western Apache: iyigéʼ; Arabic: بِذْرَة‎, زَرِّيعَة‎, بِزْر‎; Hijazi Arabic: بِزِر‎; Moroccan Arabic: زرّيعة‎; Aragonese: simient; Aramaic Classical Syriac: ܙܪܥܐ‎; Arawak: isi; Armenian: սերմ; Old Armenian: սերմն; Aromanian: simintsã; Assamese: বীজ, গুটি; Asturian: pebilla, semiente; Avar: хьон; Azerbaijani: toxum, toxumlar; Bashkir: орлоҡ; Basque: hazi; Belarusian: насенне, семя; Bengali: বীজ; Bislama: sid; Breton: hadenn, had; Buginese: wiji; Bulgarian: семе; Burmese: အစေ့, အဆန်; Burushaski: ġunó; Canela: hy; Capiznon: liso; Catalan: llavor; Cebuano: liso; Cham Eastern Western Chamicuro: ijki; Chechen: хӏу; Cherokee: ᎤᎦᏔ; Chichewa: mbewu; Chinese Mandarin: 種子/种子, 種/种; Chuvash: вӑрӑ; Cornish: hasen; Cree: ᐸᑭᑎᓂᑲᐣ, ᑭᐢᑎᑳᐣ; Crimean Tatar: togum, börtek; Czech: semeno; Danish: sæd, frø; Daur: hure; Digo: mbeyu; Dutch: [[zaad]]; Esperanto: semo; Estonian: seeme; Evenki: чэмэл; Faroese: fræ; Finnish: siemen; French: [[semence]], [[graine]]; Friulian: samence, semence; Galician: semente, inzo; Georgian: თესლი, მარცვალი; German: [[Samen]], [[Saat]], [[Samenkorn]]; Greek: [[σπόρος]]; Ancient Greek: [[καρπός]], [[κόκκος]], [[σπέρμα]], [[σπόρος]]; Guaraní: táỹi; Gujarati: બિયું, બી, બીજ; Haitian Creole: grenn; Hausa: tsaba; Hebrew: זֶרַע‎; Higaonon: liso; Hiligaynon: liso; Hindi: बीज, दाना; Hungarian: mag; Icelandic: fræ; Ilocano: bukel; Indonesian: biji; Ingrian: seemen; Ingush: фу; Irish: síol; Old Irish: síl; Italian: [[seme]]; Japanese: 種; Javanese: wiji, winih; Kabuverdianu: simenti; Kamba: mbeũ; Kannada: ಬೀಜ; Kapampangan: bini, butul; Karachay-Balkar: урлукъ; Karaim: чачув; Kashubian: semiã; Kazakh: ұрық; Arabic: ۇرىق‎; Roman: urıq; Khmer: គ្រាប់ពូជ, គ្រាប់; Kikuyu: mbegũ; Kinaray-a: binhi; Kipsigis: keswek; Korean: 씨, 씨앗; Kurdish Central Kurdish: تۆم‎, دان‎; Northern Kurdish: tov; Kyrgyz: урук; Arabic: ۇرۇق‎; Ladino: semiente; Lak: гьанна; Lao: ເມັດ​ພືດ, ແກບຫລືເມັດ, ແກ່ນ, ເມັດ; Latgalian: sākla; Latin: [[semen]]; Latvian: sēkla; Lezgi: тум; Lithuanian: sėkla; Low German: Saad; German Low German: Saat; Lozi: peu, lipeu; Luo: kodhi; Luxembourgish: Som; Maasai: lantararai, lantarara; Macedonian: семе; Makasar: bija; Malay: benih, biji benih; Malayalam: വിത്ത്; Malecite-Passamaquoddy: skonimin; Maltese: żerriegħa; Manchu: ᡠᠰᡝ; Mansi: сам; Manx: sheel; Maori: purapura, kākano; Mauritian Creole: semans; Mi'kmaq: nijinj anim; Middle English: seed; Minangkabau: baniah, bijo, bibik; Mohegan-Pequot: wuskanim; Mongolian: үр; Montagnais: ushkanaminan; Mpade: gulfan; Nanai: усэ; Navajo: akʼǫ́ǫ́ʼ; Nepali: दाना; Norman: grainne; Norwegian Bokmål: frø; Nynorsk: frø; Occitan: grana, granas; Ojibwe: miinikaan; Old Church Slavonic Cyrillic: сѣмѧ; Glagolitic: ⱄⱑⰿⱔ; Old East Slavic: сѣмѧ; Old English: sǣd; Old Javanese: winih; Oneida: ká:nʌhe̲'; Oromo: sanyii; Ossetian: мыг; Papiamentu: simia; Penobscot: skánimin; Persian: تُخم‎, بزر‎, بذر‎, دانه‎, ویج‎; Plautdietsch: Sot; Polabian: semą; Polish: nasienie, nasionko, nasiono; Portuguese: [[semente]]; Quechua: muhu; Rajbanshi: दाना; Romani: mogočka, magočka, mogočki, magočki; Romanian: sămânță; Romansch: sem; Russian: [[семя]], [[семена]]; Sanskrit: बीज; Santali: ᱡᱟᱝ, ᱤᱛᱟ; Scottish Gaelic: sìol; Serbo-Croatian Cyrillic: се̏ме, сје̏ме; Roman: sȅme, sjȅme; Shina: gunȯo; Sindhi: ٻج‎; Skolt Sami: siõm; Slovak: semeno, semená; Slovene: seme; Sorbian Lower Sorbian: semje; Upper Sorbian: symjo; Sotho: peo, dipeo; Southern Altai: ӱрен; Southern Sama: bigi; Spanish: [[semilla]]; Sumerian: 𒆰; Sundanese: siki; Swahili: mbegu; Swedish: frö; Sylheti: ꠉꠥꠐꠣ; Tabasaran: тум; Tagalog: buto; Tajik: тухм; Tamil: விதை, வித்து; Taos: pʼə̀oʼóne; Tatar: орлык, бөртек; Tausug: bigi; Telugu: విత్తనం, విత్తు; Tetum: fini; Thai: เมล็ดพันธุ์, พันธุ์พืช, เม็ด, เมล็ด; Tibetan: ས་བོན; Tigrinya: ዘርኢ; Tocharian B: sārm, śäktālye; Turkish: tohum, tane; Turkmen: tohum; Tuvan: үрезин; Uab Meto: fini, fin'in; Ugaritic: 𐎄𐎗𐎓; Ukrainian: сі́м'я, насінина, насі́ння; Unami: xkànim, minkw; Urdu: بیج‎; Uyghur: ئۇرۇق‎; Uzbek: urugʻ; Cyrillic: уруғ; Venetian: semensa, simensa, sema; Vietnamese: hột, hạt; Walloon: grinne, simince, po; Welsh: had; West Frisian: sied; White Hmong: noob; Yakut: туораах; Yiddish: זוימען‎; Yoruba: irúgbìn; Zazaki: genım; Zealandic: zaedje; Zulu: imbewu, inhlamvu
}}
}}