3,276,932
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τέθηπα''': πρκμ. | |lstext='''τέθηπα''': πρκμ. μετὰ σημασ. ἐνεστ., Ἐπικ. ὑπερσ. [[ἐτεθήπεα]] ὡς παρατ., ἐκ τῆς √ ΤΑΦ (ἴδε ἐν τελ.), ἐξ ἧς οὐδεὶς ἐνεστὼς ὑπάρχει. ― [[ῥῆμα]] ποιητικόν, ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἴωσι καὶ μεταγεν. πεζογράφοις· Ι. ἀμεταβ., [[μένω]] [[ἔκθαμβος]], [[θαυμάζω]], [[θυμός]] μοι ἐνὶ στήθεσσι τέθηπεν, «ἐκπέπληκται» (Σχόλ.), Ὀδ. Ψ. 105· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ. τεθηπότες, ἐκπεπληγμένοι, ἔκθαμβοι, Ἰλ. Δ. 243, Φ. 64, κλπ.· [[ἐτεθήπεα]] Ὀδ. Ζ. 166. ― Ἐνταῦθα, ἀνήκει καὶ ὁ ἀόρ. ἔτᾰφον, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ μετοχῇ τᾰφών, ἐν ταῖς φράσεσι, ταφὼν ἀνόρουσε, «ἐκπλαγείς, θαυμάσας» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 193, Ὀδ. Π. 12, κλπ.· στῆ δὲ ταφὼν Ἰλ. Λ. 545, κλπ.· ἀλλὰ γ΄, ἑνικ. [[τάφε]] ἀπαντᾷ ἐν Πινδ. Π. 4. 168, καὶ α΄ ἑνικ. ἔταφον ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 1000· ― [[προσέτι]] ὁ πρκμ. [[ἐνίοτε]] συνάπτεται μετὰ μετοχ., [[τέθηπα]] ἀκούων Ἡρόδ. 2. 156, πρβλ. Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 42. 2) μετ’ αἰτ., [[θαυμάζω]] ἢ [[μένω]] [[ἔκπληκτος]] [[πρός]] τι, Πλούτ. 2. 24Ε, Λουκ. Τίμ. 28, 56, κλπ., ἐν Ὀδ. Ζ. 168, ἡ αἰτιατ. με ἀνήκει μόνον εἰς τὸ [[ἄγαμαι]]). ΙΙ. ἐκ τοῦ μεταβατικοῦ ἐνεργείας πρκμ. τέθᾰφα, ἐκπλήττω, εἰς θαυμασμὸν [[ἐμβάλλω]], ἔχομεν τὸ γ΄ ἑνικ. ἐν Κρωβύλου «Ἀπολιπούσῃ» 1, κατὰ τὴν διόρθωσιν τοῦ Cassanbon. (Ἐκ τῆς √ ΘΑΠ, τέθηπα, θάμβος· ἀλλ’ ἡ πρώτη [[ῥίζα]] εἶχε s ἐν ἀρχῇ, πρβλ. Σανσκρ. stambh, stambh-nômi (stup-efacio)· Λατιν. stup-eo· Λιθ. steb-iús (stupeo)). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |