Anonymous

ἀλέξω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλέξω''': [ᾰ], Ἐπ. ἀπαρέμ. ἀλεξέμεναι, -έμεν, Ὅμ.: ― μέλλ. ἀλεξήσω, ὁ αὐτ.: ― ἀόρ. εὐκτ. ἀλεξήσειε, Ὀδ. Γ. 346. ― Μέσ. μέλλ. ἀλεξήσομαι, Ἡρόδ. 8. 81, 108. ― Πλὴν τῶν χρόνων τούτων (ἐσχηματισμένων ὡς ἐκ ῥήμ. ἀλεξέω) εὑρίσκομεν ἄλλους σχηματιζομένους ἐκ τοῦ [[ἀλέκω]], μέλλ. [[ἀλέξω]], ἀόρ. ἤλεξα (ἴδε ἐν λ. ἀπαλέξω). ― Μέσ. μέλλ. ἀλέξομαι, Σοφ. Ο. Τ. 171, 539, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 3· ἀόρ. ἀλέξασθαι, Ἰλ., Ἡρόδ., καὶ Ξεν. Ἀν. 1. 3, 6., 3. 4, 33., 5. 5, 21, Κύρ. 1. 5, 13: ― περὶ τοῦ ἀορ. βϳ [[ἄλαλκε]], [[ἀλκαθεῖν]], ἴδε ἐν λέξεσιν. (Περὶ τῆς √ΑΛΚ ἴδε ἐν λ. [[ἄλαλκε]]). Ἀπομακρύνω, [[ἀποτρέπω]] ἢ [[ἀποκρούω]], ὡς τὸ [[ἀμύνω]] καὶ συντάσσεται ὡς αὐτό· ― μετ. αἰτ. πράγ., [[Ζεὺς]] τὸ γ’ ἀλεξήσειε, Ὀδ. Γ. 346· μετ’ αἰτ. πράγ. καὶ δοτ. προσ., Δαναοῖσιν ἀλεξήσειν κακὸν [[ἦμαρ]], νὰ τὸ ἀποτρέψῃ ἀπ’ αὐτῶν, ἀποκρούσῃ, Ἰλ. Ι. 251, πρβλ. Υ. 315· ἀλλήλοις... ἀλεξέμεναι φόνον αἰπύν, Ρ. 365, κτλ.: ― ἀκολούθως μόνον [[μετὰ]] δοτ. προσ., βοηθῶ, [[ὑπερασπίζω]], ἀλεξέμεν ἀλλήλοισιν, Ἰλ. Γ. 9, πρβλ. Ε. 779, καὶ ἀλλ., Ξεν. Κύρ. 4. 3, 2. ― ἀπολ., [[παρέχω]] βοήθειαν, Ἰλ. Α. 590. ― Μέσ. ἀλέξασθαι, [[ἀποκρούω]] ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[ἀποτρέπω]] ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], Λατ. defendere, ἀλέξασθαι... κύνας ἠδὲ καὶ ἄνδρας, Ἰλ. Ν. 475˙ πρβλ. Ἡρόδ. 7. 207˙ [[ὡσαύτως]] ἀλέξασθαι [[περί]] τινι ἤ τινος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 551, 1488˙ ἀπολ., [[ὑπερασπίζω]] ἐμαυτόν, Ἰλ. Λ. 348., Ο. 565, Ἀρχίλ. 66, Ἡρόδ. 1. 211., 2. 63, καὶ ἀλλ., Σοφ. Ο. Τ. 539, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 13˙ [[ὡσαύτως]] μ. δοτ. ὀργαν. οὐδ’ ἔνι φροντίδος [[ἔγχος]] ᾧ τις ἀλέξεται, Σοφ. Ο. Τ. 171. 2) ἐν τῇ μέσῃ φωνῇ, [[προσέτι]] = [[ἀμείβω]]˙ τοὺς εὖ καὶ κακῶς ποιοῦντας ἀλεξάμενος, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 11. ― Μόνος ἐκ τῶν Τραγ. ὁ Σοφ. ἔχει τὴν λέξιν ἐκτὸς τῶν συνθέτ. ἀπ- καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν χρώμενος αὐτῇ ἐν τοῖς Ἀττ. πεζογρ. [[εἶναι]] ὁ Ξενοφῶν. ΙΙ. = [[ἀλέγω]], [[φροντίζω]], προνοῶ, [[προστατεύω]], μόνον ἐν τοῖς παραγώγοις, [[ἄλεξις]], ἀλεξίμβροτος, -χορος.
|lstext='''ἀλέξω''': [ᾰ], Ἐπ. ἀπαρέμ. ἀλεξέμεναι, -έμεν, Ὅμ.: ― μέλλ. ἀλεξήσω, ὁ αὐτ.: ― ἀόρ. εὐκτ. ἀλεξήσειε, Ὀδ. Γ. 346. ― Μέσ. μέλλ. ἀλεξήσομαι, Ἡρόδ. 8. 81, 108. ― Πλὴν τῶν χρόνων τούτων (ἐσχηματισμένων ὡς ἐκ ῥήμ. ἀλεξέω) εὑρίσκομεν ἄλλους σχηματιζομένους ἐκ τοῦ [[ἀλέκω]], μέλλ. [[ἀλέξω]], ἀόρ. ἤλεξα (ἴδε ἐν λ. ἀπαλέξω). ― Μέσ. μέλλ. ἀλέξομαι, Σοφ. Ο. Τ. 171, 539, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 3· ἀόρ. ἀλέξασθαι, Ἰλ., Ἡρόδ., καὶ Ξεν. Ἀν. 1. 3, 6., 3. 4, 33., 5. 5, 21, Κύρ. 1. 5, 13: ― περὶ τοῦ ἀορ. βϳ [[ἄλαλκε]], [[ἀλκαθεῖν]], ἴδε ἐν λέξεσιν. (Περὶ τῆς √ΑΛΚ ἴδε ἐν λ. [[ἄλαλκε]]). Ἀπομακρύνω, [[ἀποτρέπω]] ἢ [[ἀποκρούω]], ὡς τὸ [[ἀμύνω]] καὶ συντάσσεται ὡς αὐτό· ― μετ. αἰτ. πράγ., [[Ζεὺς]] τὸ γ’ ἀλεξήσειε, Ὀδ. Γ. 346· μετ’ αἰτ. πράγ. καὶ δοτ. προσ., Δαναοῖσιν ἀλεξήσειν κακὸν [[ἦμαρ]], νὰ τὸ ἀποτρέψῃ ἀπ’ αὐτῶν, ἀποκρούσῃ, Ἰλ. Ι. 251, πρβλ. Υ. 315· ἀλλήλοις... ἀλεξέμεναι φόνον αἰπύν, Ρ. 365, κτλ.: ― ἀκολούθως μόνον μετὰ δοτ. προσ., βοηθῶ, [[ὑπερασπίζω]], ἀλεξέμεν ἀλλήλοισιν, Ἰλ. Γ. 9, πρβλ. Ε. 779, καὶ ἀλλ., Ξεν. Κύρ. 4. 3, 2. ― ἀπολ., [[παρέχω]] βοήθειαν, Ἰλ. Α. 590. ― Μέσ. ἀλέξασθαι, [[ἀποκρούω]] ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[ἀποτρέπω]] ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], Λατ. defendere, ἀλέξασθαι... κύνας ἠδὲ καὶ ἄνδρας, Ἰλ. Ν. 475˙ πρβλ. Ἡρόδ. 7. 207˙ [[ὡσαύτως]] ἀλέξασθαι [[περί]] τινι ἤ τινος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 551, 1488˙ ἀπολ., [[ὑπερασπίζω]] ἐμαυτόν, Ἰλ. Λ. 348., Ο. 565, Ἀρχίλ. 66, Ἡρόδ. 1. 211., 2. 63, καὶ ἀλλ., Σοφ. Ο. Τ. 539, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 13˙ [[ὡσαύτως]] μ. δοτ. ὀργαν. οὐδ’ ἔνι φροντίδος [[ἔγχος]] ᾧ τις ἀλέξεται, Σοφ. Ο. Τ. 171. 2) ἐν τῇ μέσῃ φωνῇ, [[προσέτι]] = [[ἀμείβω]]˙ τοὺς εὖ καὶ κακῶς ποιοῦντας ἀλεξάμενος, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 11. ― Μόνος ἐκ τῶν Τραγ. ὁ Σοφ. ἔχει τὴν λέξιν ἐκτὸς τῶν συνθέτ. ἀπ- καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν χρώμενος αὐτῇ ἐν τοῖς Ἀττ. πεζογρ. [[εἶναι]] ὁ Ξενοφῶν. ΙΙ. = [[ἀλέγω]], [[φροντίζω]], προνοῶ, [[προστατεύω]], μόνον ἐν τοῖς παραγώγοις, [[ἄλεξις]], ἀλεξίμβροτος, -χορος.
}}
}}
{{bailly
{{bailly