3,270,816
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπᾰθής''': -ες, ὁ [[ἄνευ]] πάθους ἢ αἰσθήσεως, ὁ μὴ πάσχων ἢ ὁ μὴ παθών: Ι. μ. γεν., ἀπ. ἔργων αἰσχρῶν Θέογν. 1177· κακῶν Ἡρόδ. 1. 32., 2. 119, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 33, κτλ.· ἀεικείης Ἡρόδ. 3. 160· τῶν σεισμῶν τῶν τοῦ σώματος Πλάτ. Φίλ. 33Ε, νόσων Δημ. 1399. 19, κτλ., ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] πείρας τινός, πόνων Ἡρόδ. 6. 12· καλῶν μεγάλων ὁ αὐτ. 1. 207. 2) ἀπολ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 861, Θουκ. 1. 26· [[πρός]] τινος Πινδ. Π. 4. 529· [[χάριν]] [[ἴσθι]] ἐὼν [[ἀπαθής]], νὰ ὁμολογῇς [[χάριν]] ὅτι δὲν ἐτιμωρήθης, Ἡρόδ. 9. 79: ἐν γένει: ὁ μὴ παθών, ὑπό τινος Ἀριστ. Προβλ. 3. 8, Θεοφρ. π. Πυρ. 42· [[πρός]] τι Πλουτ. Ἀλκιβ. 13, κτλ.· | |lstext='''ἀπᾰθής''': -ες, ὁ [[ἄνευ]] πάθους ἢ αἰσθήσεως, ὁ μὴ πάσχων ἢ ὁ μὴ παθών: Ι. μ. γεν., ἀπ. ἔργων αἰσχρῶν Θέογν. 1177· κακῶν Ἡρόδ. 1. 32., 2. 119, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 33, κτλ.· ἀεικείης Ἡρόδ. 3. 160· τῶν σεισμῶν τῶν τοῦ σώματος Πλάτ. Φίλ. 33Ε, νόσων Δημ. 1399. 19, κτλ., ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] πείρας τινός, πόνων Ἡρόδ. 6. 12· καλῶν μεγάλων ὁ αὐτ. 1. 207. 2) ἀπολ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 861, Θουκ. 1. 26· [[πρός]] τινος Πινδ. Π. 4. 529· [[χάριν]] [[ἴσθι]] ἐὼν [[ἀπαθής]], νὰ ὁμολογῇς [[χάριν]] ὅτι δὲν ἐτιμωρήθης, Ἡρόδ. 9. 79: ἐν γένει: ὁ μὴ παθών, ὑπό τινος Ἀριστ. Προβλ. 3. 8, Θεοφρ. π. Πυρ. 42· [[πρός]] τι Πλουτ. Ἀλκιβ. 13, κτλ.· μετὰ δοτ., ἀπαθὴς ὤν τῷ πυρὶ Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 44 (3. 277). ΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] πάθους ἢ αἰσθήματος, [[ἀναίσθητος]], [[ἀπαθής]], διάφ. τοῦ [[ἐγκρατής]], Ἀριστ. Τοπ. 4. 5. 2, πρβλ. Ρητ. 2. 1, 4., 2. 5, 18: - Ἐπιρρ., ἀπαθῶς ἔχειν Πλουτ. Σόλ. 20· ὑπερθ. -ἐστατα Λογγῖν. 41. 1. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς μεταβολήν, μὴ πάσχων μεταβολήν, Ἀριστ. Μεταφ. 4. 12, 4, κ. ἀλλ.· ἀπαθεῖς αἱ ἰδέαι ὁ αὐτ. Τοπ. 6. 10, 2, πρβλ. Μεταφ. 1. 9, 19· Ἀναξαγόρας τὸν νοῦν ἀπαθῆ λέγει ὁ αὐτ. Φυσ. 8. 5, 10· ὁ δὲ [[νοῦς]] [[ἴσως]] θειότερόν τι καὶ ἀπαθές ἐστιν ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 1. 4, 15, πρβλ. 3. 5, 2: ἰδίως ἐν τῇ Στωϊκῇ φιλοσοφίᾳ, [[οὐσία]] [[ἀσώματος]] καὶ ἀπαθὴς Πλούτ. 2. 765Α· πρβλ. [[ἀπάθεια]] 2. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ διεγείρων [[αἴσθημα]], ὁ μὴ προξενῶν ἐντύπωσιν, Ἀριστ. Ποιητ. 14.16, τὰ ἀπαθῆ, τὰ μὴ προξενοῦντα ἐντύπωσιν, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 125· τὰ ἀπαθῆ, τὰ ἀμετάβατα ῥήματα, Γραμμ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |