Anonymous

ὀρρωδέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρρωδέω''': Ἰων. ἀρρ-: μέλλ. -ήσω· - φοβοῦμαι, [[τρέμω]], «ζαρώνω», ἐνώπιόν τινος, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 3, κ. ἀλλ. (ἀείποτε ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ), Εὐρ. Ἠλ. 831, Ἀριστοφ. Ἱππ. 126, 541, κ. ἀλλ.· [[μετὰ]] γεν. πράγμ., φοβοῦμαι [[περί]] τινος, ἢ ἕνεκά τινος, Ἡρόδ. 1. 111· [[οὕτως]], ὑπέρ τινος Λυσ. 180. 10· [[περί]] τινος Ἀνδοκ. 20. 30· περὶ τῷ [[ἐμαυτοῦ]] σώματι Θουκ. 6. 9· ἀμφὶ θανάτου Ἀρεταῖ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2· - [[ὡσαύτως]] ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσ., ἀρρ. ὅτι.., Ἡρόδ. 8. 70· ἀλλὰ κοινότερον, ἀρρ. ἢ ὀρρ. μὴ.., ὁ αὐτ. 1. 9, 156, Ἀντιφῶν 122, ἐν τέλ. κτλ.· [[ὅπως]] μή.., Ἱππ. 618. 42· - [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., ὀρρ. θανεῖν Εὐρ. Ἑκάβ. 768· αὐτὸς ὀρρ. παθεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 128· - ἀπολ., Ἡρόδ. 3. 1., 5. 98 (Ὁ Ἰων. [[τύπος]] [[ἀρρωδέω]] ἀποδεικνύει ὅτι οὐδεμία [[συγγένεια]] ὑπάρχει πρὸς τὸ [[ὄρρος]], cauda· πιθ., ὡς τὸ συγγενὲς Λατ. horreo, horresco, ἐσχηματίσθη κατ’ ὀνοματοποιίαν καὶ ἐκφράζει τὸν ἐκ τοῦ φόβου τρόμον.)
|lstext='''ὀρρωδέω''': Ἰων. ἀρρ-: μέλλ. -ήσω· - φοβοῦμαι, [[τρέμω]], «ζαρώνω», ἐνώπιόν τινος, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 3, κ. ἀλλ. (ἀείποτε ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ), Εὐρ. Ἠλ. 831, Ἀριστοφ. Ἱππ. 126, 541, κ. ἀλλ.· μετὰ γεν. πράγμ., φοβοῦμαι [[περί]] τινος, ἢ ἕνεκά τινος, Ἡρόδ. 1. 111· [[οὕτως]], ὑπέρ τινος Λυσ. 180. 10· [[περί]] τινος Ἀνδοκ. 20. 30· περὶ τῷ [[ἐμαυτοῦ]] σώματι Θουκ. 6. 9· ἀμφὶ θανάτου Ἀρεταῖ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2· - [[ὡσαύτως]] ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσ., ἀρρ. ὅτι.., Ἡρόδ. 8. 70· ἀλλὰ κοινότερον, ἀρρ. ἢ ὀρρ. μὴ.., ὁ αὐτ. 1. 9, 156, Ἀντιφῶν 122, ἐν τέλ. κτλ.· [[ὅπως]] μή.., Ἱππ. 618. 42· - [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., ὀρρ. θανεῖν Εὐρ. Ἑκάβ. 768· αὐτὸς ὀρρ. παθεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 128· - ἀπολ., Ἡρόδ. 3. 1., 5. 98 (Ὁ Ἰων. [[τύπος]] [[ἀρρωδέω]] ἀποδεικνύει ὅτι οὐδεμία [[συγγένεια]] ὑπάρχει πρὸς τὸ [[ὄρρος]], cauda· πιθ., ὡς τὸ συγγενὲς Λατ. horreo, horresco, ἐσχηματίσθη κατ’ ὀνοματοποιίαν καὶ ἐκφράζει τὸν ἐκ τοῦ φόβου τρόμον.)
}}
}}
{{bailly
{{bailly