Anonymous

αὐξάνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και αυξαίνω και αξαίνω και [[αύξω]] (AM [[αὐξάνω]] και [[αὔξω]], Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω)<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[μεγαλώνω]] [[κάτι]], το [[κάνω]] περισσότερο από όσο ήταν, το [[πολλαπλασιάζω]]<br /><b>2.</b> (αμτβ. με σημ. μέσ.) [[γίνομαι]] [[περισσότερος]] ή μεγαλύτερος, [[πληθαίνω]], πολλαπλασιάζομαι<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. <b>(μτβ.)</b><br /><b>1.</b> [[αυξάνω]] [[κάτι]] σε [[δύναμη]], ενδυμώνω, [[ενισχύω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[τιμώ]], [[δοξάζω]], [[μεγαλύνω]] με τις πράξεις μου<br /><b>3.</b> [[εξαίρω]], [[επαινώ]], [[εγκωμιάζω]]<br /><b>4.</b> (για τους ρήτορες) [[μεγαλοποιώ]], [[εξογκώνω]], [[υπερβάλλω]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[αὔξω]] μέγαν» — τον [[κάνω]] μεγάλο, τον [[κάνω]] να μεγαλώσει<br /><b>6.</b> (στη Λογική) [[καταπυκνώ]], [[συμπυκνώνω]] σημασιολογικά<br />II. <b>παθ.</b><br /><b>1.</b> (για [[παιδιά]]) [[μεγαλώνω]], [[ενηλικιώνομαι]]<br /><b>2.</b> [[υπερηφανεύομαι]], [[φουσκώνω]]<br /><b>3.</b> (για τον άνεμο) σηκώνομαι, [[φυσώ]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[αὔξω]] ἔμπυρα» — [[θυσιάζω]], [[ετοιμάζω]] [[θυσία]]<br />β) «ό αὐξόμενος [[λόγος]]» — [[σόφισμα]], [[σοφιστεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>αυξ</i>-<i>άνω</i> (λ. της ιωνικής-αττικής διαλέκτου και νεώτερη) αποτελεί εκφραστικό σχηματισμό <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>αυξ</i>- (<b>βλ.</b> σχηματισμό του [[αύξω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>άν</i>-<i>ω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>n</i>), [[επίθημα]] που δηλώνει την [[έκβαση]] μιας πορείας (εξελίξεως). Σχετικά με την [[ερμηνεία]] των [[αύξω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>aug</i>-) και του παραλλήλου, ήδη ομηρικού, <i>α</i>(<i>F</i>)<i>έξω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>aweg</i>-) έχουν προταθεί δύο υποθέσεις. Συγκεκριμένα τα [[αύξω]], <i>α</i>(<i>F</i>)<i>έξω</i> θεωρούνται ότι σχηματίστηκαν αντίστοιχα από τις ρίζες <i>aug</i>- / <i>aweg</i>(<i>aug</i>- [[ασθενής]] [[βαθμίδα]] του <i>aweg</i>-) μέσω μιας σιγματικής παρεκτάσεως (-<i>ς</i>: <i>αυγ</i>-<i>σ</i>-) η οποία πιθ. αρχικά ήταν μόνον ενεστωτική. Εξάλλου, σύμφωνα με τις αρχές της λαρυγγικής θεωρίας, υποστηρίζεται ότι οι ανωτέρω τύποι σχηματίστηκαν με [[βάση]] ένα εναλλασσόμενο [[θέμα]]: <i>ϑ</i><sub>2</sub><i>ě</i><i>u</i>-<i>g</i>- ([[απαθής]] [[ρίζα]], μηδενισμένο [[επίθημα]]) > <i>aug</i> > <i>αυγ</i>- και <i>ϑ</i><sub>2</sub><i>w</i>-<i>eg</i>- (μηδενισμένη [[ρίζα]], απαθές [[επίθημα]]) > <i>α</i>-<i>weg</i>- > <i>a</i>-<i>Feγ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> παρόμοια [[εναλλαγή]] στα [[αλκή]], [[αλέξω]]) απ' όπου με σιγματική [[παρέκταση]] (μέσω ενός -<i>ς</i>- πιθ. εφετικού) προήλθαν αντίστοιχα τα [[αύξω]], <i>α</i>-<i>Fέξω</i> (<i>α</i>- προθεματικό). Τέλος <i>α</i>(<i>υ</i>)[[ξαίνω]] με μεταπλασμό από τον αόρ. του [[αυξάνω]] α</i>(<i>ύ</i>)<i>ξησα</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ωλίσθησα</i>-[[ολισθαίνω]], <i>εσίγησα</i>-<i>σιγαίνω</i>, <i>εκέρδησα</i>-[[κερδαίνω]] <b>κ.λπ.</b>). Ανάλογο σχηματισμό με τα [[αύξω]], <i>α</i>(<i>F</i>)<i>έξω</i> εμφανίζουν και τύποι άλλων ινδοευρ. γλωσσών<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>aug</i>- > λατ. <i>augea</i> «[[αυξάνω]]», λιθ. <i>augti</i> «αναπτύσσομαι» και μεσιγματική [[παρέκταση]], λατ. <i>auxilium</i> «[[βοήθεια]]» -<i>weg</i>-<i>s</i>- > γοτθ. <i>wahsjan</i> (<b>[[πρβλ]].</b> γερμ. <i>wachsen</i>), αρχ. ινδ. <i>vaksayati</i>- «αναπτύσσομαι» κ.ά. Τέλος, ονοματικό σε -<i>ς</i> [[θέμα]] εμφανίζεται στα λατ. <i>augur</i> «[[οιωνοσκόπος]]», <i>augustus</i> «[[σεβαστός]], [[μεγαλοπρεπής]]», αρχ. ινδ. <i>ojas</i> «[[ισχύς]]», όπου η [[ρίζα]] φέρει θρησκευτική και δικαστική [[σημασία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αύξηση]] (Α -<i>ις</i>), [[αυξητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αύξη]], <i>αυξητέον</i>, [[αυξητός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αυξομειώνω]] (Α-<i>ώ</i>), [[επαυξάνω]], [[προσαυξάνω]]<br />[[συναυξάνω]], [[υπεραυξάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αναυξάνω</i>, [[διαυξάνω]], [[εναυξάνω]], [[συναύξω]] / [[εξαύξω]], <i>επαύξω</i>, [[παραύξω]], [[προαύξω]], [[προσαύξω]], <i>υπεραύξω</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αυξοκύτταρο</i>, [[αυξομερής]]].
|mltxt=και αυξαίνω και αξαίνω και [[αύξω]] (AM [[αὐξάνω]] και [[αὔξω]], Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω)<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[μεγαλώνω]] [[κάτι]], το [[κάνω]] περισσότερο από όσο ήταν, το [[πολλαπλασιάζω]]<br /><b>2.</b> (αμτβ. με σημ. μέσ.) [[γίνομαι]] [[περισσότερος]] ή μεγαλύτερος, [[πληθαίνω]], πολλαπλασιάζομαι<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. <b>(μτβ.)</b><br /><b>1.</b> [[αυξάνω]] [[κάτι]] σε [[δύναμη]], ενδυμώνω, [[ενισχύω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[τιμώ]], [[δοξάζω]], [[μεγαλύνω]] με τις πράξεις μου<br /><b>3.</b> [[εξαίρω]], [[επαινώ]], [[εγκωμιάζω]]<br /><b>4.</b> (για τους ρήτορες) [[μεγαλοποιώ]], [[εξογκώνω]], [[υπερβάλλω]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[αὔξω]] μέγαν» — τον [[κάνω]] μεγάλο, τον [[κάνω]] να μεγαλώσει<br /><b>6.</b> (στη Λογική) [[καταπυκνώ]], [[συμπυκνώνω]] σημασιολογικά<br />II. <b>παθ.</b><br /><b>1.</b> (για [[παιδιά]]) [[μεγαλώνω]], [[ενηλικιώνομαι]]<br /><b>2.</b> [[υπερηφανεύομαι]], [[φουσκώνω]]<br /><b>3.</b> (για τον άνεμο) σηκώνομαι, [[φυσώ]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[αὔξω]] ἔμπυρα» — [[θυσιάζω]], [[ετοιμάζω]] [[θυσία]]<br />β) «ό αὐξόμενος [[λόγος]]» — [[σόφισμα]], [[σοφιστεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>αυξ</i>-<i>άνω</i> (λ. της ιωνικής-αττικής διαλέκτου και νεώτερη) αποτελεί εκφραστικό σχηματισμό <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>αυξ</i>- (<b>βλ.</b> σχηματισμό του [[αύξω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>άν</i>-<i>ω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>n</i>), [[επίθημα]] που δηλώνει την [[έκβαση]] μιας πορείας (εξελίξεως). Σχετικά με την [[ερμηνεία]] των [[αύξω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>aug</i>-) και του παραλλήλου, ήδη ομηρικού, <i>α</i>(<i>F</i>)<i>έξω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>aweg</i>-) έχουν προταθεί δύο υποθέσεις. Συγκεκριμένα τα [[αύξω]], <i>α</i>(<i>F</i>)<i>έξω</i> θεωρούνται ότι σχηματίστηκαν αντίστοιχα από τις ρίζες <i>aug</i>- / <i>aweg</i>(<i>aug</i>- [[ασθενής]] [[βαθμίδα]] του <i>aweg</i>-) μέσω μιας σιγματικής παρεκτάσεως (-<i>ς</i>: <i>αυγ</i>-<i>σ</i>-) η οποία πιθ. αρχικά ήταν μόνον ενεστωτική. Εξάλλου, σύμφωνα με τις αρχές της λαρυγγικής θεωρίας, υποστηρίζεται ότι οι ανωτέρω τύποι σχηματίστηκαν με [[βάση]] ένα εναλλασσόμενο [[θέμα]]: <i>ϑ</i><sub>2</sub><i>ě</i><i>u</i>-<i>g</i>- ([[απαθής]] [[ρίζα]], μηδενισμένο [[επίθημα]]) > <i>aug</i> > <i>αυγ</i>- και <i>ϑ</i><sub>2</sub><i>w</i>-<i>eg</i>- (μηδενισμένη [[ρίζα]], απαθές [[επίθημα]]) > <i>α</i>-<i>weg</i>- > <i>a</i>-<i>Feγ</i> ([[πρβλ]]. παρόμοια [[εναλλαγή]] στα [[αλκή]], [[αλέξω]]) απ' όπου με σιγματική [[παρέκταση]] (μέσω ενός -<i>ς</i>- πιθ. εφετικού) προήλθαν αντίστοιχα τα [[αύξω]], <i>α</i>-<i>Fέξω</i> (<i>α</i>- προθεματικό). Τέλος <i>α</i>(<i>υ</i>)[[ξαίνω]] με μεταπλασμό από τον αόρ. του [[αυξάνω]] α</i>(<i>ύ</i>)<i>ξησα</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ωλίσθησα</i>-[[ολισθαίνω]], <i>εσίγησα</i>-<i>σιγαίνω</i>, <i>εκέρδησα</i>-[[κερδαίνω]] <b>κ.λπ.</b>). Ανάλογο σχηματισμό με τα [[αύξω]], <i>α</i>(<i>F</i>)<i>έξω</i> εμφανίζουν και τύποι άλλων ινδοευρ. γλωσσών<br />[[πρβλ]]. <i>aug</i>- > λατ. <i>augea</i> «[[αυξάνω]]», λιθ. <i>augti</i> «αναπτύσσομαι» και μεσιγματική [[παρέκταση]], λατ. <i>auxilium</i> «[[βοήθεια]]» -<i>weg</i>-<i>s</i>- > γοτθ. <i>wahsjan</i> ([[πρβλ]]. γερμ. <i>wachsen</i>), αρχ. ινδ. <i>vaksayati</i>- «αναπτύσσομαι» κ.ά. Τέλος, ονοματικό σε -<i>ς</i> [[θέμα]] εμφανίζεται στα λατ. <i>augur</i> «[[οιωνοσκόπος]]», <i>augustus</i> «[[σεβαστός]], [[μεγαλοπρεπής]]», αρχ. ινδ. <i>ojas</i> «[[ισχύς]]», όπου η [[ρίζα]] φέρει θρησκευτική και δικαστική [[σημασία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αύξηση]] (Α -<i>ις</i>), [[αυξητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αύξη]], <i>αυξητέον</i>, [[αυξητός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αυξομειώνω]] (Α-<i>ώ</i>), [[επαυξάνω]], [[προσαυξάνω]]<br />[[συναυξάνω]], [[υπεραυξάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αναυξάνω</i>, [[διαυξάνω]], [[εναυξάνω]], [[συναύξω]] / [[εξαύξω]], <i>επαύξω</i>, [[παραύξω]], [[προαύξω]], [[προσαύξω]], <i>υπεραύξω</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αυξοκύτταρο</i>, [[αυξομερής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm