Anonymous

βέλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[βέλος]])<br /><b>1.</b> μικρό και [[λεπτό]] ξύλινο [[ακόντιο]], το οποίο εκσφενδονίζεται από το [[τόξο]], με [[αιχμή]] από [[μέταλλο]] στο ένα [[άκρο]] και φτερά στο [[άλλο]], τα οποία διευκολύνουν την [[ευστάθεια]] της τροχιάς του<br /><b>2.</b> [[οτιδήποτε]] έχει [[σχήμα]] βέλους<br /><b>3.</b> [[οτιδήποτε]] [[είναι]] [[ταχύ]] και διαπεραστικό σαν [[βέλος]] («τα βέλη της [[συκοφαντίας]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />Ι. 1. <b>γραμμ.</b> το [[σημείο]] — > ή >, που μπαίνει [[ανάμεσα]] σε παράγωγο και παραγόμενη [[λέξη]] ή φθόγγο, όπως λ.χ. [[βαίνω]] > [[βατός]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>αρχιτ.</b> α) πυραμιδοειδές ή κωνικό [[κατασκεύασμα]] που δεσπόζει του κωδωνοστασίου<br />β) ακιδωτό [[επιστέγασμα]] κωδωνοστασίου<br />γ) ύψος τόξου ενός θόλου, που λαμβάνεται [[κατά]] τη [[μέτρηση]] της καθέτου της χορδής που υψώνεται από το [[μέσο]] της χορδής [[μέχρι]] το [[μέσο]] του τόξου<br />II. <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «εξ οικείων τα βέλη» — για επιθέσεις που προέρχονται από συγγενικό ή φιλικό [[περιβάλλον]]<br /><b>2.</b> «πάρθιον [[βέλος]]» — απροσδόκητη και ύπουλη [[επίθεση]]<br /><b>μσν.</b><br />η [[σάλπιγγα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] μπορεί να εκτοξευθεί [[εναντίον]] εχθρού ή αντιπάλου, [[πέτρα]], [[κεραυνός]] κ.λπ.-2. οποιαδήποτε αιχμηρό όπλο, [[ξίφος]], [[πελέκι]] κ.λπ.<br /><b>3.</b> η [[απόσταση]] που διανύει το [[βέλος]]<br /><b>4.</b> το [[κεντρί]] (του σκορπιού, του οίστρου <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>5.</b> πολεμική [[μηχανή]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀγανὰ βέλεα»<br />(του Απόλλωνος ή της Αρτέμιδος) που προκαλούν γρήγορο και ανώδυνο θάνατο<br />β) «[[βέλος]] ὀξύ» — οι πόνοι του τοκετού<br />γ) «φίλοικτον [[βέλος]]» — [[ματιά]] γεμάτη οίκτο, ή «ἱμέρου [[βέλος]]» — ερωτική [[ματιά]]<br /><b>9.</b> «βέλη τὰ ἀπὸ τοῦ στόματος» — λόγοι ή επιχειρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βέλος]] φέρει την απαθή [[βαθμίδα]] <i>βελ</i>- της ρίζας <i>g</i><sup>w</sup><i>el</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[βάλλω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[βελοθήκη]], [[βελοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βελοστασία]], [[βελόστασις]], [[βελοσφενδόνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βεληνεκές]], <i>βελοεδής</i>, [[βελοθυρίδα]], [[βελομαντεία]]<br />(Β' συνθετικό) [[εμβελής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακροβελής]], [[καταβελής]], [[οξυβελής]], [[συμβελής]].
|mltxt=το (AM [[βέλος]])<br /><b>1.</b> μικρό και [[λεπτό]] ξύλινο [[ακόντιο]], το οποίο εκσφενδονίζεται από το [[τόξο]], με [[αιχμή]] από [[μέταλλο]] στο ένα [[άκρο]] και φτερά στο [[άλλο]], τα οποία διευκολύνουν την [[ευστάθεια]] της τροχιάς του<br /><b>2.</b> [[οτιδήποτε]] έχει [[σχήμα]] βέλους<br /><b>3.</b> [[οτιδήποτε]] [[είναι]] [[ταχύ]] και διαπεραστικό σαν [[βέλος]] («τα βέλη της [[συκοφαντίας]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />Ι. 1. <b>γραμμ.</b> το [[σημείο]] — > ή >, που μπαίνει [[ανάμεσα]] σε παράγωγο και παραγόμενη [[λέξη]] ή φθόγγο, όπως λ.χ. [[βαίνω]] > [[βατός]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>αρχιτ.</b> α) πυραμιδοειδές ή κωνικό [[κατασκεύασμα]] που δεσπόζει του κωδωνοστασίου<br />β) ακιδωτό [[επιστέγασμα]] κωδωνοστασίου<br />γ) ύψος τόξου ενός θόλου, που λαμβάνεται [[κατά]] τη [[μέτρηση]] της καθέτου της χορδής που υψώνεται από το [[μέσο]] της χορδής [[μέχρι]] το [[μέσο]] του τόξου<br />II. <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «εξ οικείων τα βέλη» — για επιθέσεις που προέρχονται από συγγενικό ή φιλικό [[περιβάλλον]]<br /><b>2.</b> «πάρθιον [[βέλος]]» — απροσδόκητη και ύπουλη [[επίθεση]]<br /><b>μσν.</b><br />η [[σάλπιγγα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] μπορεί να εκτοξευθεί [[εναντίον]] εχθρού ή αντιπάλου, [[πέτρα]], [[κεραυνός]] κ.λπ.-2. οποιαδήποτε αιχμηρό όπλο, [[ξίφος]], [[πελέκι]] κ.λπ.<br /><b>3.</b> η [[απόσταση]] που διανύει το [[βέλος]]<br /><b>4.</b> το [[κεντρί]] (του σκορπιού, του οίστρου <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>5.</b> πολεμική [[μηχανή]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀγανὰ βέλεα»<br />(του Απόλλωνος ή της Αρτέμιδος) που προκαλούν γρήγορο και ανώδυνο θάνατο<br />β) «[[βέλος]] ὀξύ» — οι πόνοι του τοκετού<br />γ) «φίλοικτον [[βέλος]]» — [[ματιά]] γεμάτη οίκτο, ή «ἱμέρου [[βέλος]]» — ερωτική [[ματιά]]<br /><b>9.</b> «βέλη τὰ ἀπὸ τοῦ στόματος» — λόγοι ή επιχειρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βέλος]] φέρει την απαθή [[βαθμίδα]] <i>βελ</i>- της ρίζας <i>g</i><sup>w</sup><i>el</i>- ([[πρβλ]]. [[βάλλω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[βελοθήκη]], [[βελοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βελοστασία]], [[βελόστασις]], [[βελοσφενδόνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βεληνεκές]], <i>βελοεδής</i>, [[βελοθυρίδα]], [[βελομαντεία]]<br />(Β' συνθετικό) [[εμβελής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακροβελής]], [[καταβελής]], [[οξυβελής]], [[συμβελής]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm