3,273,773
edits
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βροτός]], -όν (AM)<br /><b>ως ουσ.</b> [[θνητός]], [[άνθρωπος]] (σε [[αντίθεση]] με τους αθανάτους ή τον θεό)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> «[[βροτός]] [[ανήρ]]» — [[άνθρωπος]] [[θνητός]] και όχι [[θεός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο ( | |mltxt=[[βροτός]], -όν (AM)<br /><b>ως ουσ.</b> [[θνητός]], [[άνθρωπος]] (σε [[αντίθεση]] με τους αθανάτους ή τον θεό)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> «[[βροτός]] [[ανήρ]]» — [[άνθρωπος]] [[θνητός]] και όχι [[θεός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο ([[πρβλ]]. και [[άμβροτος]]). Πρόκειται για αιολικό τ. [[αντί]] του <i>βρατός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μβρατός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μρατός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>mrtόs</i> <span style="color: red;"><</span> <i>mer</i>- «[[πεθαίνω]]» ([[πρβλ]]. λατ. <i>morior</i> «[[πεθαίνω]]», και τα παρεμφερούς σημασίας αρχ. ινδ. <i>mriyάte</i>, αρμ. <i>meramin</i>, αρχ. σλαβ. <i>mĭr</i>). Η λ. [[βροτός]] συνδέεται μορφολογικά με τα αρχ. ινδ. <i>mrta</i>- «πεθαμένος», αβεστ. <i>mətəta</i>- «[[νεκρός]]», λατ. <i>mortuus</i> «πεθαμένος», αρχ. σλαβ. <i>mrbtvb</i> «[[νεκρός]]», [[αλλά]] διαφέρει σημασιολογικά, [[διότι]] το -<i>το</i>- του [[βροτός]] έχει τη [[σημασία]] της δυνατότητας του «θνήσκειν». Παράλληλα δε με το [[βροτός]] υπάρχει και το [[μορτός]] ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>marta</i>-, αβεστ. <i>mardta</i>- «[[άνθρωπος]]») από διαφορετική [[αντιπροσώπευση]] του -<i>r</i>- (-<i>r</i>- = -ροή -<i>ορ</i>-). Τέλος υποστηρίζεται ότι συνδέεται ετυμολογικά με τα [[μαραίνω]], [[μαρασμός]], [[μάρμαρος]] «[[πέτρα]] που λάμπει στον ήλιο». Η [[λέξη]] [[είναι]] [[καθαρά]] ποιητική και απαντά στον Όμηρο (Ιλ., Οδ.), στον Ευριπίδη (<i>Ανδρομάχη</i>), στον Αισχύλο (<i>Ικέτιδες</i>), στον Σοφοκλή (<i>Αντιγόνη</i>), στον Πίνδαρο. Ο τ. στον πληθυντικό (<i>βροτοί</i>) εμφανίζεται κανονικώς [[χωρίς]] [[άρθρο]], [[εκτός]] αν προσδιορίζεται από κάποιο [[επίθετο]] ή [[αντωνυμία]]<br />[[πρβλ]]. «των πολυπόνων <i>βροτών</i>». Σπανιότερα η λ. [[βροτός]] χρησιμοποιείται και στον πεζό λόγο (απαντά στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη), αντίθετα [[προς]] το [[θνητός]] που χρησιμοποιείται τόσο στον ποιητικό όσο και στον πεζό λόγο, [[πράγμα]] που συνετέλεσε και στο να διατηρηθεί και στη νέα Ελληνική.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βρότειος]], [[βροτήσιος]]<br />(αρχ. -μσν.) [[βροτούμαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[βροτόγηρυς]], [[βροτολοιγός]], [[βροτοσκόπος]], [[βροτοστόνος]], [[βροτοστυγής]], <i>βροτοφελής</i>, [[βροτοφθόρος]]<br />(αρχ. - μσν.) [[βροτοκτόνος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βροτομήτωρ]], [[βροτοσώστης]]<br />(Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[άβροτος]], [[ακεσίμβροτος]], [[αλεξίμβροτος]], [[άμβροτος]], [[αμφίβροτος]], [[δαμασίμβροτος]], <i>εγερσίμβροτος</i>, [[εναρίμβροτος]], [[ημίβροτος]], [[θελξίμβροτος]], [[ιππόβροτος]], [[λησίμβροτος]], [[λυσίμβροτος]], [[μελάμβροτος]], [[μελησίμβροτος]], [[μιξόμβροτος]], [[ολεσίμβροτος]], [[οπιθόμβροτος]], [[πεισίβροτος]], [[πεισίμβροτος]], [[πλειστόμβροτος]], [[πρόβροτος]], [[σαόμβροτος]], [[σαοσίμβροτος]], [[τερψίμβροτος]], [[φαεσίμβροτος]], [[φαυσίμβροτος]], [[φθερσίβροτος]], <i>φθισίβροτος</i>, [[φθισίμβροτος]], [[φιλόμβροτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |