Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γοργός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γοργός]], -ή, -όν)<br />γρήγορος, [[ευκίνητος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το γοργό</i>(<i>ν</i>)<br />[[ταχύτητα]], [[ορμητικότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὸ γοργὸν καὶ [[χάριν]] ἔχει» — [[πρέπει]] να ενεργεί [[κανείς]] [[γρήγορα]] και την κατάλληλη [[στιγμή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άγριος]], [[φοβερός]]<br /><b>2.</b> [[ζωηρός]], [[ρωμαλέος]]<br /><b>3.</b> (για το ύφος) [[νευρώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[γοργός]] προήλθε πιθ. από το κύριο όνομα [[Γοργώ]] (γυναικείο [[τέρας]] της μυθολογίας), το οποίο μαρτυρείται προγενέστερα ([[Όμηρος]]) και του οποίου η [[ετυμολογία]] [[είναι]] άγνωστη. Πρόκειται για τ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (<b>[[πρβλ]].</b> [[Μορμώ]]), που σχημάτισε πληθ. <i>Γοργόνες</i>, απ' όπου και ο [[ενικός]] <i>Γοργόνα</i>, <i>Γοργών</i>. Κατ' άλλους το επίθ. [[γοργός]] αποσπάστηκε από τα [[σύνθετα]] [[γοργώψ]] (<i>γοργώπις</i>), [[γοργωπός]] κι αυτά με τη [[σειρά]] τους από το [[Γοργώ]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γοργός]], -ή, -όν)<br />γρήγορος, [[ευκίνητος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το γοργό</i>(<i>ν</i>)<br />[[ταχύτητα]], [[ορμητικότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὸ γοργὸν καὶ [[χάριν]] ἔχει» — [[πρέπει]] να ενεργεί [[κανείς]] [[γρήγορα]] και την κατάλληλη [[στιγμή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άγριος]], [[φοβερός]]<br /><b>2.</b> [[ζωηρός]], [[ρωμαλέος]]<br /><b>3.</b> (για το ύφος) [[νευρώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[γοργός]] προήλθε πιθ. από το κύριο όνομα [[Γοργώ]] (γυναικείο [[τέρας]] της μυθολογίας), το οποίο μαρτυρείται προγενέστερα ([[Όμηρος]]) και του οποίου η [[ετυμολογία]] [[είναι]] άγνωστη. Πρόκειται για τ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό ([[πρβλ]]. [[Μορμώ]]), που σχημάτισε πληθ. <i>Γοργόνες</i>, απ' όπου και ο [[ενικός]] <i>Γοργόνα</i>, <i>Γοργών</i>. Κατ' άλλους το επίθ. [[γοργός]] αποσπάστηκε από τα [[σύνθετα]] [[γοργώψ]] (<i>γοργώπις</i>), [[γοργωπός]] κι αυτά με τη [[σειρά]] τους από το [[Γοργώ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm