3,276,901
edits
(8) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (θηλ. [[δαιμόνισσα]], η) (AM [[δαίμων]], ο<br />Α θηλ. [[δαίμων]], η και [[δαιμονίς]], η)<br />πονηρό [[πνεύμα]], [[διάβολος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) [[έξυπνος]] [[αλλά]] [[καταχθόνιος]]<br /><b>2.</b> (σε [[αναφώνηση]] οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο [[δαίμονας]]!»<br /><b>3.</b> [[δαίμων]]<br />ο [[αστέρας]] β' του Περσέως<br /><b>4.</b> στη [[φράση]] «ο [[δαίμονας]] του τυπογραφείου» χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει διάφορα λάθη στον έντυπο λόγο προερχόμενα από τυπογραφικές αβλεψίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει θεϊκή [[υπόσταση]] και ιδιότητες<br /><b>2.</b> η [[θεία]] [[δύναμη]], το θεῑον<br /><b>3.</b> η [[τύχη]], η [[μοίρα]] του [[κάθε]] ανθρώπου<br /><b>4.</b> [[άνθρωπος]] που έγινε [[θεός]] [[μετά]] θάνατον<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] δαίμονα» — [[κατά]] [[τύχη]], συμπτωματικά<br /><b>6.</b> <b>ως επίθ.</b><br />[[δαήμων]], [[γνώστης]], [[έμπειρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το νεοελλ. [[δαίμονας]] <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.-μσν.</b> <i>δαί</i>-<i>μων</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δαί</i>-<i>ομαι</i> «[[μοιράζω]], [[χωρίζω]]» — η αρχική [[σημασία]] της λ. ήταν «η [[δύναμη]] που κατανέμει, μοιράζει» απ' όπου και «[[θεότης]], [[μοίρα]]» ( | |mltxt=ο (θηλ. [[δαιμόνισσα]], η) (AM [[δαίμων]], ο<br />Α θηλ. [[δαίμων]], η και [[δαιμονίς]], η)<br />πονηρό [[πνεύμα]], [[διάβολος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) [[έξυπνος]] [[αλλά]] [[καταχθόνιος]]<br /><b>2.</b> (σε [[αναφώνηση]] οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο [[δαίμονας]]!»<br /><b>3.</b> [[δαίμων]]<br />ο [[αστέρας]] β' του Περσέως<br /><b>4.</b> στη [[φράση]] «ο [[δαίμονας]] του τυπογραφείου» χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει διάφορα λάθη στον έντυπο λόγο προερχόμενα από τυπογραφικές αβλεψίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει θεϊκή [[υπόσταση]] και ιδιότητες<br /><b>2.</b> η [[θεία]] [[δύναμη]], το θεῑον<br /><b>3.</b> η [[τύχη]], η [[μοίρα]] του [[κάθε]] ανθρώπου<br /><b>4.</b> [[άνθρωπος]] που έγινε [[θεός]] [[μετά]] θάνατον<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] δαίμονα» — [[κατά]] [[τύχη]], συμπτωματικά<br /><b>6.</b> <b>ως επίθ.</b><br />[[δαήμων]], [[γνώστης]], [[έμπειρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το νεοελλ. [[δαίμονας]] <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.-μσν.</b> <i>δαί</i>-<i>μων</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δαί</i>-<i>ομαι</i> «[[μοιράζω]], [[χωρίζω]]» — η αρχική [[σημασία]] της λ. ήταν «η [[δύναμη]] που κατανέμει, μοιράζει» απ' όπου και «[[θεότης]], [[μοίρα]]» ([[πρβλ]]. αρχ. σλαβ. <i>bogŭ</i> «[[θεός]]», αβεστ. <i>baga</i>- «[[μοίρα]]», αρχ. ινδ. <i>bhaga</i>- «[[μοίρα]], [[εξουσιαστής]]»). Η λ. [[δαίμων]] χαρακτήριζε όλους γενικά τους προχριστιανικούς θεούς τών Ελλήνων, ενώ [[μετά]] την [[επικράτηση]] του ενός χριστιανικού θεού χρησιμοποιήθηκε με τη [[σημασία]] τών πονηρών πνευμάτων και τών διαβόλων. Παράλληλη σημασιολογική [[εξέλιξη]] παρατηρείται και στην Περσική, όπου [[μετά]] την [[επιβολή]] του αγαθού θεού Ahura Mazda η αντίστοιχη [[προς]] την Ελληνική λ. [[δαίμων]] αποκτά τη [[σημασία]] «[[διάβολος]]». Τέλος στον Πλάτωνα και τον Αρχίλοχο ο τ. [[δαίμων]] απαντά με [[σημασία]] «[[έμπειρος]], [[γνώστης]]» παρετυμολογικά συνδεόμενος με τη λ. [[δαήμων]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δαιμονιακός]], [[δαιμονίζω]], [[δαιμονικός]], [[δαιμόνιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δαιμονιώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δαιμονώ]], [[δαιμονώδης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[δαιμονιάρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δαιμονίτης]], [[δαιμονόπουλο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[δαιμονόπληκτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δαιμονοβλάβεια]], <i>διαμονοπλήξ</i><br /><b>μσν.</b><br />[[δαιμονόλιθος]], [[δαιμονομαχία]], [[δαιμονομαχώ]], [[δαιμονόπλοκος]], [[δαιμονόπνευστος]], [[δαιμονοποιός]], [[δαιμονοπρόσωπος]], [[δαιμονοφιλής]], [[δαιμονοφόρητος]], [[δαιμονόχρους]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[δαιμονογυρεύω]], [[δαιμονολατρία]], [[δαιμονόληπτος]], [[δαιμονομανία]], [[δαιμονοπάθεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δαιμονογραφία]], [[δαιμονοκρατία]], [[δαιμονολόγος]], [[δαιμονομανής]], [[δαιμονομαντεία]], [[δαιμονοπάθεια]], [[δαιμονόπαιδο]], [[δαιμονοπαρμένος]], [[δαιμονόπιστος]]. (Β' συνθετικό) [[δεισιδαίμων]], [[ευδαίμων]], [[πανευδαίμων]], [[τρισευδαίμων]], [[υπερευδαίμων]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αγαθοδαίμων</i>, [[αδεισιδαίμων]], [[ανθρωποδαίμων]], [[αρχιδαίμων]] αυτοδαίμων</i>, [[βαρυδαίμων]], [[βλεπεδαίμων]], [[βροτοδαίμων]], [[δυσδαίμων]], [[εχθροδαίμων]], [[θεοδαίμων]], [[ισοδαίμων]], [[κακοδαίμων]], [[κοιλιοδαίμων]], [[Κρονοδαίμων]], <i>λακιδαίμων</i>, [[νακοδαίμων]], [[νεκυδαίμων]], [[νεκυοδαίμων]], [[ολβιοδαίμων]], [[ομοδαίμων]], [[πλανοδαίμων]], [[σοροδαίμων]], [[τρισκακοδαίμων]], [[τρυγοδαίμων]], [[τυραννοδαίμων]], [[φιλοδαίμων]], [[φυγαδοδαίμων]]]. | ||
}} | }} |