Anonymous

διάβολος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
mNo edit summary
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[διάολος]], ο (θηλ. [[διαβόλισσα]], η) (AM [[διάβολος]])<br /><b>1.</b> ο Σατανάς, ο Εωσφόρος, ο [[αρχηγός]] τών πονηρών πνευμάτων, ο [[οποίος]] διέβαλε τον Θεό στον άνθρωπο και κατέστρεψε τις σχέσεις εμπιστοσύνης [[μεταξύ]] Θεού και ανθρώπων<br /><b>2.</b> [[άνθρωπος]] ευφυέστατος, [[διαβολεμένος]], [[τετραπέρατος]], [[σκώπτης]], [[ζωηρός]], [[ευφυολόγος]]<br /><b>3.</b> [[κακεντρεχής]], [[μοχθηρός]]<br /><b>4.</b> [[συκοφάντης]]<br /><b>5.</b> (θηλ. [[διαβόλισσα]]) α) η [[γυναίκα]] του διαβόλου<br />β) [[γυναίκα]] τετραπέρατη, παμπόνηρη<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πάει]] [[κατά]] διαόλου» — πηγαίνει για τον όλεθρο, για τον χαμό<br />β) «τον έχει πάρει ο [[διάολος]]» — έχει χάσει [[κάθε]] [[δυνατότητα]] ζωής (οικονομικής ή άλλης)<br />γ) «[[είναι]] [[διάολος]] με κέρατα» ή «[[είναι]] [[διάολος]] [[μεταμορφωμένος]]» — [[είναι]] [[άνθρωπος]] με φοβερές ικανότητες ή [[είναι]] [[άνθρωπος]] [[κακεντρεχής]] ή [[μοχθηρός]]<br />δ) «κάθεται στού διαόλου τη [[μάνα]]» — κατοικεί πολύ [[μακριά]]<br />ε) (ως [[κατάρα]]) «στο διάολο», «[[κατά]] διαβόλου», «στού διαόλου τη [[μάνα]]», «να σέ πάρει ο [[διάβολος]]» — στ) «ανάβει ένα [[κερί]] στον Θεό κι ένα στον διάβολο» — οι πράξεις του [[είναι]] [[άλλοτε]] καλές, [[άλλοτε]] κακές<br />ζ) «τον έχω στού διαόλου το [[κατάστιχο]]» — τον [[απεχθάνομαι]] και [[καμιά]] [[υπόληψη]] δεν [[τρέφω]] γι' αυτόν<br />η) «βρήκα το διάολο μου» — βρήκα τον μπελά μου<br />θ) «ο [[διάολος]] να σκάσει, θα το [[κάνω]]» — θα [[κάνω]] αυτό που [[θέλω]], [[οτιδήποτε]] κι αν συμβεί<br />ι) «[[είναι]] [[κάλτσα]] του διαβόλου» ή «έχει τον διάολο [[μέσα]] του» — [[είναι]] [[πανέξυπνος]], [[τετραπέρατος]]<br />ια) «[[είναι]] για το διάολο [[πεσκέσι]]» — [[είναι]] [[τελείως]] [[άχρηστος]]<br /><b>7.</b> α) (ως [[επιφώνημα]] εκπλήξεως) <i>διάβολε</i>! β) (ως [[επιφώνημα]] απορίας, καταπλήξεως) «Τί διάολο!» ή «πού στο διάολο!»<br /><b>8.</b> (σε παροιμίες) α) «έσπασε ο [[διάολος]] το [[ποδάρι]] του» — φάνηκε η [[τύχη]] ανέλπιστα ευνοϊκή<br />β) «ο [[διάβολος]] έχει [[πολλά]] ποδάρια» — δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο ατυχήματος, οποιεσδήποτε προφυλάξεις κι αν πάρει [[κανείς]]<br />γ) «[[ούτε]] τον διάολο να [[δεις]], [[ούτε]] τον σταυρό σου να κάνεις» — απόφευγε τους κακούς, [[έστω]] κι αν έχεις τη [[δύναμη]] να τους κάνεις αβλαβείς<br />δ) «τά 'φερε ο [[διάολος]] κι η [[σκούφια]] του Μιχάλη» — [[συρροή]] περιστατικών ή απροσδόκητη [[σύμπτωση]]<br />ε) «απ' του διαόλου την [[αυλή]] [[μήτε]] ερίφι [[μήτε]] [[αρνί]]» — απόφευγε [[κάθε]] [[δοσοληψία]] με κακόπιστους και πονηρούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συκοφαντικός]], [[κακολόγος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[συκοφάντης]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) <i>διάβολον</i><br />η [[εχθρότητα]], το [[μίσος]], η [[δυσμένεια]]<br />β) (και με [[άρθρο]]) <i>το διάβολον</i><br />η [[τάση]] για [[διαβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[διαβάλλω]] «[[συκοφαντώ]]». Η αρχική [[σημασία]] της λ. [[είναι]] «[[συκοφάντης]], [[εχθρός]]», αργότερα χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον Σατανά, απ' όπου συνεκδοχικά σήμανε και τον ευφυή, τετραπέρατο άνθρωπο. Οι περισσότερες από τις νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες χρησιμοποιούν για τη [[σημασία]] «[[διάβολος]]» τύπους που προήλθαν από την ελλ. λ. [[διάβολος]] και εισήχθησαν σ' αυτές μέσω της λατ. <i>diabolus</i> (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>diable</i>, αγγλ. <i>devil</i>, ισπ. <i>diablo</i>, ιταλ. <i>diavolo</i>, γερμ. <i>Teufel</i>). Η λ. [[διάβολος]] ως α' συνθετικό (<i>διάβολο</i>-) χρησιμοποιείται σε [[πολλά]] [[σύνθετα]] της Νέας Ελληνικής.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[διαβολικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διαβολάκι]], <i>διαβολάκος</i>, [[διαβολιά]], [[διαβολίζω]], <i>διαβολικότης</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[διαβολάνθρωπος]], <i>διαβολογυναίκα</i>, [[διαβολόκαιρος]], <i>διαβολοκόριτσο</i>, [[διαβολομάζωμα]], [[διαβολόπαιδο]], <i>διαβολοπόνηρος</i>, [[διαβολοσκόρπισμα]], [[διαβολόσπερμα]]].
|mltxt=και [[διάολος]], ο (θηλ. [[διαβόλισσα]], η) (AM [[διάβολος]])<br /><b>1.</b> ο Σατανάς, ο Εωσφόρος, ο [[αρχηγός]] τών πονηρών πνευμάτων, ο [[οποίος]] διέβαλε τον Θεό στον άνθρωπο και κατέστρεψε τις σχέσεις εμπιστοσύνης [[μεταξύ]] Θεού και ανθρώπων<br /><b>2.</b> [[άνθρωπος]] ευφυέστατος, [[διαβολεμένος]], [[τετραπέρατος]], [[σκώπτης]], [[ζωηρός]], [[ευφυολόγος]]<br /><b>3.</b> [[κακεντρεχής]], [[μοχθηρός]]<br /><b>4.</b> [[συκοφάντης]]<br /><b>5.</b> (θηλ. [[διαβόλισσα]]) α) η [[γυναίκα]] του διαβόλου<br />β) [[γυναίκα]] τετραπέρατη, παμπόνηρη<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πάει]] [[κατά]] διαόλου» — πηγαίνει για τον όλεθρο, για τον χαμό<br />β) «τον έχει πάρει ο [[διάολος]]» — έχει χάσει [[κάθε]] [[δυνατότητα]] ζωής (οικονομικής ή άλλης)<br />γ) «[[είναι]] [[διάολος]] με κέρατα» ή «[[είναι]] [[διάολος]] [[μεταμορφωμένος]]» — [[είναι]] [[άνθρωπος]] με φοβερές ικανότητες ή [[είναι]] [[άνθρωπος]] [[κακεντρεχής]] ή [[μοχθηρός]]<br />δ) «κάθεται στού διαόλου τη [[μάνα]]» — κατοικεί πολύ [[μακριά]]<br />ε) (ως [[κατάρα]]) «στο διάολο», «[[κατά]] διαβόλου», «στού διαόλου τη [[μάνα]]», «να σέ πάρει ο [[διάβολος]]» — στ) «ανάβει ένα [[κερί]] στον Θεό κι ένα στον διάβολο» — οι πράξεις του [[είναι]] [[άλλοτε]] καλές, [[άλλοτε]] κακές<br />ζ) «τον έχω στού διαόλου το [[κατάστιχο]]» — τον [[απεχθάνομαι]] και [[καμιά]] [[υπόληψη]] δεν [[τρέφω]] γι' αυτόν<br />η) «βρήκα το διάολο μου» — βρήκα τον μπελά μου<br />θ) «ο [[διάολος]] να σκάσει, θα το [[κάνω]]» — θα [[κάνω]] αυτό που [[θέλω]], [[οτιδήποτε]] κι αν συμβεί<br />ι) «[[είναι]] [[κάλτσα]] του διαβόλου» ή «έχει τον διάολο [[μέσα]] του» — [[είναι]] [[πανέξυπνος]], [[τετραπέρατος]]<br />ια) «[[είναι]] για το διάολο [[πεσκέσι]]» — [[είναι]] [[τελείως]] [[άχρηστος]]<br /><b>7.</b> α) (ως [[επιφώνημα]] εκπλήξεως) <i>διάβολε</i>! β) (ως [[επιφώνημα]] απορίας, καταπλήξεως) «Τί διάολο!» ή «πού στο διάολο!»<br /><b>8.</b> (σε παροιμίες) α) «έσπασε ο [[διάολος]] το [[ποδάρι]] του» — φάνηκε η [[τύχη]] ανέλπιστα ευνοϊκή<br />β) «ο [[διάβολος]] έχει [[πολλά]] ποδάρια» — δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο ατυχήματος, οποιεσδήποτε προφυλάξεις κι αν πάρει [[κανείς]]<br />γ) «[[ούτε]] τον διάολο να [[δεις]], [[ούτε]] τον σταυρό σου να κάνεις» — απόφευγε τους κακούς, [[έστω]] κι αν έχεις τη [[δύναμη]] να τους κάνεις αβλαβείς<br />δ) «τά 'φερε ο [[διάολος]] κι η [[σκούφια]] του Μιχάλη» — [[συρροή]] περιστατικών ή απροσδόκητη [[σύμπτωση]]<br />ε) «απ' του διαόλου την [[αυλή]] [[μήτε]] ερίφι [[μήτε]] [[αρνί]]» — απόφευγε [[κάθε]] [[δοσοληψία]] με κακόπιστους και πονηρούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συκοφαντικός]], [[κακολόγος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[συκοφάντης]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) <i>διάβολον</i><br />η [[εχθρότητα]], το [[μίσος]], η [[δυσμένεια]]<br />β) (και με [[άρθρο]]) <i>το διάβολον</i><br />η [[τάση]] για [[διαβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[διαβάλλω]] «[[συκοφαντώ]]». Η αρχική [[σημασία]] της λ. [[είναι]] «[[συκοφάντης]], [[εχθρός]]», αργότερα χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον Σατανά, απ' όπου συνεκδοχικά σήμανε και τον ευφυή, τετραπέρατο άνθρωπο. Οι περισσότερες από τις νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες χρησιμοποιούν για τη [[σημασία]] «[[διάβολος]]» τύπους που προήλθαν από την ελλ. λ. [[διάβολος]] και εισήχθησαν σ' αυτές μέσω της λατ. <i>diabolus</i> ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>diable</i>, αγγλ. <i>devil</i>, ισπ. <i>diablo</i>, ιταλ. <i>diavolo</i>, γερμ. <i>Teufel</i>). Η λ. [[διάβολος]] ως α' συνθετικό (<i>διάβολο</i>-) χρησιμοποιείται σε [[πολλά]] [[σύνθετα]] της Νέας Ελληνικής.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[διαβολικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διαβολάκι]], <i>διαβολάκος</i>, [[διαβολιά]], [[διαβολίζω]], <i>διαβολικότης</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[διαβολάνθρωπος]], <i>διαβολογυναίκα</i>, [[διαβολόκαιρος]], <i>διαβολοκόριτσο</i>, [[διαβολομάζωμα]], [[διαβολόπαιδο]], <i>διαβολοπόνηρος</i>, [[διαβολοσκόρπισμα]], [[διαβολόσπερμα]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm