3,274,919
edits
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δάμνημι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[δαμάζω]], [[καταβάλλω]] (α. «δάμνησι στίχας ἀνδρῶν» — κατανικά τις σειρές των πολεμιστών<br />β. «[[αλλά]] με χεῑμα δάμναται» — [[αλλά]] μέ καταβάλλει η [[κακοκαιρία]])<br /><b>2.</b> (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) [[δαμναμένη]], η<br />α) το [[φυτό]] [[κατανάγκη]], ορνιθόπους<br />β) το [[φυτό]] [[κήμος]], λεοντοπέταλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ενεστ. [[δάμνημι]] (αιολ. <i>δάμναμι</i>) ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>dm</i>-<i>n</i>-(<i>ā</i>)- που σημαίνει «[[δαμάζω]], [[υποτάσσω]] καταναγκαστικά, [[εξημερώνω]] (για ζώα και [[κυρίως]] άλογα)» και αντιστοιχεί επακριβώς στο αρχ. ιρλ. <i>damnain</i> «[[δένω]] [[σφιχτά]], [[τιθασεύω]], [[δαμάζω]]». Το θ. <i>δαμα</i>- του αορ. <i>εδάμασα</i>, από τον οποίο προήλθε και το [[δαμάζω]], ανάγεται σε IE <i>dm∂</i>- ( | |mltxt=[[δάμνημι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[δαμάζω]], [[καταβάλλω]] (α. «δάμνησι στίχας ἀνδρῶν» — κατανικά τις σειρές των πολεμιστών<br />β. «[[αλλά]] με χεῑμα δάμναται» — [[αλλά]] μέ καταβάλλει η [[κακοκαιρία]])<br /><b>2.</b> (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) [[δαμναμένη]], η<br />α) το [[φυτό]] [[κατανάγκη]], ορνιθόπους<br />β) το [[φυτό]] [[κήμος]], λεοντοπέταλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ενεστ. [[δάμνημι]] (αιολ. <i>δάμναμι</i>) ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>dm</i>-<i>n</i>-(<i>ā</i>)- που σημαίνει «[[δαμάζω]], [[υποτάσσω]] καταναγκαστικά, [[εξημερώνω]] (για ζώα και [[κυρίως]] άλογα)» και αντιστοιχεί επακριβώς στο αρχ. ιρλ. <i>damnain</i> «[[δένω]] [[σφιχτά]], [[τιθασεύω]], [[δαμάζω]]». Το θ. <i>δαμα</i>- του αορ. <i>εδάμασα</i>, από τον οποίο προήλθε και το [[δαμάζω]], ανάγεται σε IE <i>dm∂</i>- ([[πρβλ]]. και [[αδάματος]], [[δαμαίος]], [[δαμάλης]], [[δάμαλις]], [[πανδαμάτωρ]], [[πανδαμάτειρα]]), ενώ το θ. -<i>δμη</i>- (-<i>δμᾱ</i>), που εμφανίζεται στα <i>ά</i>-<i>δμη</i>-<i>τος</i>, <i>α</i>-<i>δμή</i>-<i>ς</i>, <i>δμη</i>-<i>τός</i>, <i>νεο</i>-<i>δμής</i>, προέρχεται από <i>dm</i><i>ā</i>- (Και οι δύο ρίζες μπορούν να ερμηνευθούν ως μεταπτωτικές βαθμίδες μιας αρχικής κοινής ΙΕ ρ. <i>dem</i><i>ā</i>-). Οι τύποι που απαντούν στις άλλες ινδοευρ. γλώσσες δεν έχουν άμεση [[σύνδεση]] με τους ελληνικούς. Η Χεττική στη λ. <i>damaš</i>-<i>zi</i> παρουσιάζει θ. <i>damaš</i>- με σιγματική [[παρέκταση]] που αντιστοιχεί στο ελλ. <i>δαμα</i>-, η λ. [[πανδαμάτωρ]] αντιστοιχεί στο λατ. <i>domitor</i>, αρχ. ινδ. <i>damitar</i>, [[αλλά]] ίσως πρόκειται για ανεξάρτητους παράλληλους σχηματισμούς και το β' συνθετικό -<i>δαμος</i> απαντά στην αρχ. Ινδική ως -<i>dama</i>- ([[πρβλ]]. [[ιππόδαμος]]: <i>arim</i>- <i>dama</i>-). Οι αρχαίοι ενεστώτες <b>λατ.</b> <i>dom</i><i>ā</i><i>re</i> <b>αρχ. ινδ.</b> <i>dam</i><i>ā</i><i>yati</i>, <b>γοτθ.</b> <i>gatamjan</i> δεν απαντούν σε αντίστοιχους τύπους της Ελληνικής. Τέλος, [[παρά]] τις αμφισβητήσεις, θεωρείται πιθανή μια αρχική [[συγγένεια]] με τις λέξεις [[δόμος]], [[δεσπότης]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |