Anonymous

δρύπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δρύπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σχίζω]], [[ξεσχίζω]], [[σπαράζω]]<br /><b>2.</b> (σε [[πένθος]]) κόπτομαι<br /><b>3.</b> [[επιδρώ]] επιβλαβώς στην [[υγεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστική [[λέξη]] που ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>der</i>- «[[γδέρνω]], [[ξεσχίζω]]» του [[δέρω]] και συνδέεται με το [[δρέπω]]. Ο τ. εμφανίζει [[σύνθετα]] σε -<i>δρυφής</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμφιδρυφής]]) και -<i>δρυφος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμφίδρυφος]]), που [[είναι]] νεώτεροι αναλογικοί σχηματισμοί].
|mltxt=[[δρύπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σχίζω]], [[ξεσχίζω]], [[σπαράζω]]<br /><b>2.</b> (σε [[πένθος]]) κόπτομαι<br /><b>3.</b> [[επιδρώ]] επιβλαβώς στην [[υγεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστική [[λέξη]] που ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>der</i>- «[[γδέρνω]], [[ξεσχίζω]]» του [[δέρω]] και συνδέεται με το [[δρέπω]]. Ο τ. εμφανίζει [[σύνθετα]] σε -<i>δρυφής</i> ([[πρβλ]]. [[αμφιδρυφής]]) και -<i>δρυφος</i> ([[πρβλ]]. [[αμφίδρυφος]]), που [[είναι]] νεώτεροι αναλογικοί σχηματισμοί].
}}
}}
{{lsm
{{lsm