Anonymous

δίνη: Difference between revisions

From LSJ
21 bytes removed ,  23 August 2021
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
mNo edit summary
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[δίνη]])<br /><b>1.</b> περιστροφική [[κίνηση]] νερού ή ανέμου, [[στρόβιλος]], [[ρούφουλας]]<br /><b>2.</b> βάσανα, [[κακοπάθεια]], [[αναστάτωση]] («η [[δίνη]] του πολέμου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η ανατάραξη της θάλασσας που οφείλεται στη [[συνάντηση]] αντίθετων ρευμάτων ή στη [[λειτουργία]] έλικα πλοίου, το [[μάτι]] της θάλασσας, η [[ρουφήχτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανεμοστρόβιλος]]<br /><b>2.</b> γρήγορη [[περιστροφή]], [[στροβιλισμός]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον Εμπεδοκλή) η [[περιστροφή]] του ουρανού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχικό θ., που απαντά στους εκφραστικούς τύπους [[δίνη]], [[δίνος]], [[δινώ]], [[είναι]] <i>δί</i>- <i>παρεκτεταμένο με</i> -<i>ν</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> και [[κλίνω]], [[κλίνη]]). Ο [[ρηματικός]] τ. [[δινώ]], όπως [[άλλωστε]] πιστοποιούν οι ποικίλοι τύποι του ενεστωτικού θέματος (<b>[[πρβλ]].</b> [[δίνω]], <i>δίννω</i>, [[δινάζω]] και το Ομηρικό παράλληλο [[δινεύω]]), δεν [[είναι]] μετονοματικό παράγωγο [[αλλά]] [[έρρινος]] ενεστώτας παρεκτεταμένος με -<i>ω</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δῑ</i>-<i>νέF</i>-<i>ω</i>: <i>κῑνέF</i>-<i>ω</i>, <i>κ</i>-<i>ῑ</i>-<i>νυ</i>-<i>μαι</i>). Η [[άποψη]] ότι το θ. <i>δῑ</i>- συνδέεται με το [[δίεμαι]] [[είναι]] [[μάλλον]] αβάσιμη τόσο μορφολογικά όσο και σημασιολογικά.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αιθεροδινής]], [[αλιδινής]], <i>αλμυροδινής</i>, [[αργυροδίνης]], [[βαθυδίνης]], [[βραδυδινής]], [[εριδινής]], [[ευδινής]], [[ευρυδίνης]], [[ηεροδίνης]], [[καλλιδίνης]], [[μελανδίνης]], [[περιδινής]], [[ποικιλοδίνης]], [[πολυδινής]], [[πορφυροδίνης]], [[πυριδίνης]], [[ταχυδινής]], [[φρενοδινής]].
|mltxt=η (AM [[δίνη]])<br /><b>1.</b> περιστροφική [[κίνηση]] νερού ή ανέμου, [[στρόβιλος]], [[ρούφουλας]]<br /><b>2.</b> βάσανα, [[κακοπάθεια]], [[αναστάτωση]] («η [[δίνη]] του πολέμου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η ανατάραξη της θάλασσας που οφείλεται στη [[συνάντηση]] αντίθετων ρευμάτων ή στη [[λειτουργία]] έλικα πλοίου, το [[μάτι]] της θάλασσας, η [[ρουφήχτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανεμοστρόβιλος]]<br /><b>2.</b> γρήγορη [[περιστροφή]], [[στροβιλισμός]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον Εμπεδοκλή) η [[περιστροφή]] του ουρανού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχικό θ., που απαντά στους εκφραστικούς τύπους [[δίνη]], [[δίνος]], [[δινώ]], [[είναι]] <i>δί</i>- <i>παρεκτεταμένο με</i> -<i>ν</i>- ([[πρβλ]]. και [[κλίνω]], [[κλίνη]]). Ο [[ρηματικός]] τ. [[δινώ]], όπως [[άλλωστε]] πιστοποιούν οι ποικίλοι τύποι του ενεστωτικού θέματος ([[πρβλ]]. [[δίνω]], <i>δίννω</i>, [[δινάζω]] και το Ομηρικό παράλληλο [[δινεύω]]), δεν [[είναι]] μετονοματικό παράγωγο [[αλλά]] [[έρρινος]] ενεστώτας παρεκτεταμένος με -<i>ω</i>- ([[πρβλ]]. <i>δῑ</i>-<i>νέF</i>-<i>ω</i>: <i>κῑνέF</i>-<i>ω</i>, <i>κ</i>-<i>ῑ</i>-<i>νυ</i>-<i>μαι</i>). Η [[άποψη]] ότι το θ. <i>δῑ</i>- συνδέεται με το [[δίεμαι]] [[είναι]] [[μάλλον]] αβάσιμη τόσο μορφολογικά όσο και σημασιολογικά.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αιθεροδινής]], [[αλιδινής]], <i>αλμυροδινής</i>, [[αργυροδίνης]], [[βαθυδίνης]], [[βραδυδινής]], [[εριδινής]], [[ευδινής]], [[ευρυδίνης]], [[ηεροδίνης]], [[καλλιδίνης]], [[μελανδίνης]], [[περιδινής]], [[ποικιλοδίνης]], [[πολυδινής]], [[πορφυροδίνης]], [[πυριδίνης]], [[ταχυδινής]], [[φρενοδινής]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm