Anonymous

διερμηνέας: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(9)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που εξηγεί, μεταδίδει λόγο ή [[διάθεση]] κάποιου με [[ακρίβεια]] («[[διερμηνέας]] της κοινής γνώμης»)<br /><b>2.</b> αυτός που βοηθά αλλόγλωσσους να συνεννοηθούν μεταφράζοντας όσα λέει ο [[ένας]] στη [[γλώσσα]] του άλλου<br /><b>3.</b> <b>γεν.</b> μεσάζοντας, [[μεσολαβητής]]<br /><b>4.</b> «[[μέγας]] [[διερμηνέας]]» υψηλό [[αξίωμα]] της οθωμανικής αυτοκρατορίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου<br /><b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>interpreter</i>. Η λ. <i>διερμηνεύς</i> μαρτυρείται από το 1819 στον Νικόλ. Μουρούζη].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που εξηγεί, μεταδίδει λόγο ή [[διάθεση]] κάποιου με [[ακρίβεια]] («[[διερμηνέας]] της κοινής γνώμης»)<br /><b>2.</b> αυτός που βοηθά αλλόγλωσσους να συνεννοηθούν μεταφράζοντας όσα λέει ο [[ένας]] στη [[γλώσσα]] του άλλου<br /><b>3.</b> <b>γεν.</b> μεσάζοντας, [[μεσολαβητής]]<br /><b>4.</b> «[[μέγας]] [[διερμηνέας]]» υψηλό [[αξίωμα]] της οθωμανικής αυτοκρατορίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου<br />[[πρβλ]]. αγγλ. <i>interpreter</i>. Η λ. <i>διερμηνεύς</i> μαρτυρείται από το 1819 στον Νικόλ. Μουρούζη].
}}
}}