3,274,913
edits
(9) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που εξηγεί, μεταδίδει λόγο ή [[διάθεση]] κάποιου με [[ακρίβεια]] («[[διερμηνέας]] της κοινής γνώμης»)<br /><b>2.</b> αυτός που βοηθά αλλόγλωσσους να συνεννοηθούν μεταφράζοντας όσα λέει ο [[ένας]] στη [[γλώσσα]] του άλλου<br /><b>3.</b> <b>γεν.</b> μεσάζοντας, [[μεσολαβητής]]<br /><b>4.</b> «[[μέγας]] [[διερμηνέας]]» υψηλό [[αξίωμα]] της οθωμανικής αυτοκρατορίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου<br / | |mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που εξηγεί, μεταδίδει λόγο ή [[διάθεση]] κάποιου με [[ακρίβεια]] («[[διερμηνέας]] της κοινής γνώμης»)<br /><b>2.</b> αυτός που βοηθά αλλόγλωσσους να συνεννοηθούν μεταφράζοντας όσα λέει ο [[ένας]] στη [[γλώσσα]] του άλλου<br /><b>3.</b> <b>γεν.</b> μεσάζοντας, [[μεσολαβητής]]<br /><b>4.</b> «[[μέγας]] [[διερμηνέας]]» υψηλό [[αξίωμα]] της οθωμανικής αυτοκρατορίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου<br />[[πρβλ]]. αγγλ. <i>interpreter</i>. Η λ. <i>διερμηνεύς</i> μαρτυρείται από το 1819 στον Νικόλ. Μουρούζη]. | ||
}} | }} |