διερμηνέας

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που εξηγεί, μεταδίδει λόγο ή διάθεση κάποιου με ακρίβειαδιερμηνέας της κοινής γνώμης»)
2. αυτός που βοηθά αλλόγλωσσους να συνεννοηθούν μεταφράζοντας όσα λέει ο ένας στη γλώσσα του άλλου
3. γεν. μεσάζοντας, μεσολαβητής
4. «μέγας διερμηνέας» υψηλό αξίωμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. interpreter. Η λ. διερμηνεύς μαρτυρείται από το 1819 στον Νικόλ. Μουρούζη].