Anonymous

θρίαμβος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[θρίαμβος]])<br /><b>1.</b> επινίκια [[γιορτή]]<br /><b>2.</b> επινίκια [[πομπή]] από Ρωμαίο στρατηγό [[μετά]] από περιφανή στρατιωτική [[επιτυχία]]<br /><b>3.</b> [[περιφανής]] [[νίκη]]<br /><b>4.</b> [[υπερπήδηση]] μεγάλων δυσχερειών και αντιξοοτήτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[επιτυχία]]<br /><b>2.</b> [[επευφημία]], [[ζητωκραυγή]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δημοσίευση]], [[κοινοποίηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άσμα]] [[προς]] τιμήν του Διονύσου<br /><b>2.</b> [[σκάνδαλο]], [[διαβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Στην Αρχαία η λ. [[θρίαμβος]] ήταν η [[ονομασία]] ενός άσματος [[προς]] τιμήν του Διονύσου, ενώ απαντά και ως [[προσωνυμία]] του θεού. Αργότερα η λ. εισήχθη στη Λατινική, όπου μετέβαλε σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>triumphus</i> «επινίκια και τροπαιοφόρα [[πομπή]]») με [[αποτέλεσμα]] και το ελλ. [[θρίαμβος]] από τους αλεξανδρινούς χρόνους να αρχίσει να χρησιμοποιείται με τη λατ. σημ. «[[γιορτή]] για τη [[νίκη]], [[επιτυχία]]». Η λ. [[είναι]] άγνωστης ετυμολ. Υπάρχει, βέβαια, [[ομοιότητα]] στον σχηματισμό με τα συνώνυμα [[διθύραμβος]], [[ίαμβος]], [[πράγμα]] που οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. πελασγικής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θριαμβεύω]], [[θριαμβικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θριαμβοδιθύραμβος]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[θρίαμβος]])<br /><b>1.</b> επινίκια [[γιορτή]]<br /><b>2.</b> επινίκια [[πομπή]] από Ρωμαίο στρατηγό [[μετά]] από περιφανή στρατιωτική [[επιτυχία]]<br /><b>3.</b> [[περιφανής]] [[νίκη]]<br /><b>4.</b> [[υπερπήδηση]] μεγάλων δυσχερειών και αντιξοοτήτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[επιτυχία]]<br /><b>2.</b> [[επευφημία]], [[ζητωκραυγή]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δημοσίευση]], [[κοινοποίηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άσμα]] [[προς]] τιμήν του Διονύσου<br /><b>2.</b> [[σκάνδαλο]], [[διαβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Στην Αρχαία η λ. [[θρίαμβος]] ήταν η [[ονομασία]] ενός άσματος [[προς]] τιμήν του Διονύσου, ενώ απαντά και ως [[προσωνυμία]] του θεού. Αργότερα η λ. εισήχθη στη Λατινική, όπου μετέβαλε σημ. ([[πρβλ]]. <i>triumphus</i> «επινίκια και τροπαιοφόρα [[πομπή]]») με [[αποτέλεσμα]] και το ελλ. [[θρίαμβος]] από τους αλεξανδρινούς χρόνους να αρχίσει να χρησιμοποιείται με τη λατ. σημ. «[[γιορτή]] για τη [[νίκη]], [[επιτυχία]]». Η λ. [[είναι]] άγνωστης ετυμολ. Υπάρχει, βέβαια, [[ομοιότητα]] στον σχηματισμό με τα συνώνυμα [[διθύραμβος]], [[ίαμβος]], [[πράγμα]] που οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. πελασγικής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θριαμβεύω]], [[θριαμβικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θριαμβοδιθύραμβος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm