Anonymous

καπνός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ (AM [[καπνός]])<br />[[μίγμα]] αέριων προϊόντων καύσης διάφορων ουσιών, με αιωρούμενα [[στερεά]] σωματίδια (α. «στον αέρα ανακατώνονται οι σπιθοθόλοι καπνοί», <b>Σολωμ.</b><br />β. «σημανεῑ καπνῷ [[πυρός]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] ειδών του γένους [[φυτών]] Νικοτιανή, [[καθώς]] και τών φύλλων τους, τα οποία [[μετά]] από κατάλληλη [[επεξεργασία]] χρησιμοποιούνται για [[κάπνισμα]], [[μάσημα]], εισπνοές από τη [[μύτη]] και για την [[εξαγωγή]] νικοτίνης<br /><b>2.</b> (στον πληθ. ως ουδ.) τα [[καπνά]]<br />το ομώνυμο [[φυτό]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «όπου υπάρχει [[καπνός]] υπάρχει και [[φωτιά]]» — [[κάθε]] [[φήμη]] έχει τη [[βάση]] της<br />β) «[[κάθε]] [[ξύλο]] έχει τον καπνό του» — [[καθένας]] έχει τις ιδιοτροπίες του<br />γ) «έγινε [[καπνός]]» — εξαφανίστηκε<br />δ) «του ανέβηκαν οι καπνοί στο [[κεφάλι]]» — εξοργίστηκε, έγινε έξω φρενών<br />ε) «τί καπνό φουμάρει» — τί είδους [[άνθρωπος]] [[είναι]], [[ποιος]] [[είναι]] ο [[χαρακτήρας]] του και οι αντιλήψεις του<br />στ) «καπνοί της φαντασίας» — φαντασίες που διαλύονται [[κατά]] την πρώτη [[επαφή]] με την [[πραγματικότητα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τίποτε]], [[μηδέν]]<br /><b>2.</b> [[αναπνοή]]<br /><b>3.</b> [[απόπνοια]]<br /><b>4.</b> [[τζάκι]], [[εστία]]<br /><b>5.</b> [[φόρος]] τών καπνοδόχων<br /><b>6.</b> [[ζαλάδα]] από [[κρασί]]<br /><b>7.</b> [[φαντασίωση]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «γιὰ καπνό» — άσκοπα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αφρός]] που δημιουργείται στη [[θάλασσα]] από τα κύματα («τούτου μὲν καπνοῡ καὶ κύματος ἐκτὸς ἔεργε νῆα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] φυτού, [[καπνόχορτο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «γραμμάτων καπνοί» — οι μικρολεπτομέρειες<br />β. «λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσθλοὺς [[ὕδωρ]] καπνῷ φέρειν» — πέτυχε δε να βρει ειλικρινείς ανθρώπους οι οποίοι να χύσουν [[νερό]] στη [[φωτιά]] τών φθονερών<br />β) <b>παροιμ.</b> «καπνοῡ [[σκιά]]» ή «περὶ καπνοῡ στενολεσχεῖν» — για μηδαμινά και ασήμαντα πράγματα<br />β) «ἐς αὐτὸ τὸ πῡρ ἐκ τοῦ καπνοῡ βιαζόμενος» — γι' αυτούς που πέφτουν από ένα [[κακό]] σε [[άλλο]] χειρότερο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καπνός]] <span style="color: red;"><</span> <i>κFαπνός</i>, με [[αντιπροσώπευση]] του <i>κF</i>- (<i>k</i><sup>w</sup>-) ως <i>κ</i>- [[αντί]] <i>π</i>- ανομοιωτικά (δηλ. <i>κFαπνός</i>> <i>παπνός</i> > [[καπνός]]). Η λ. ανάγεται σε IE <i>k</i><sup>w</sup><i>ē</i><i>p</i>- «[[καπνίζω]], [[κοχλάζω]], [[βράζω]]» και συνδέεται με λιθουαν. <i>kvapas</i> «[[πνοή]], [[ανάσα]]», <i>kvėpiu</i>, <i>kvėpti</i> «[[λαχανιάζω]], [[αναπνέω]]», με λεττον. <i>kvepstu</i>, <i>kvept</i> «[[καπνίζω]], [[εισπνέω]]», ενώ η [[σύνδεση]] της με λατ. <i>vapor</i> «[[ατμός]], [[καπνός]]» [[είναι]] αβέβαιη. Ο νεοελλ. τ. [[καπνά]], <i>τα</i> αποτελεί [[άλλο]] τ. πληθ. του [[καπνός]], με [[αλλαγή]] γένους (<b>[[πρβλ]].</b> ο [[βράχος]] - <i>τα βράχια</i>, ο [[ναύλος]] - τα [[ναύλα]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κάπνη]], [[καπνιά]](-<i>ία</i>), [[καπνίζω]], [[καπνώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καπνείον]], [[κάπνειος]], [[καπνείω]], [[καπνηλός]], [[καπνιαίος]], [[καπνίας]], [[καπνίτης]], [[καπνιώ]], [[καπνούμαι]], [[καπνωτήριον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καπνερός]], [[καπνηρός]], [[κάπνιον]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[καπνικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καπνάς]], [[καπνίλα]], [[καπνούρα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[καπνέλαιο]], [[καπνοδόκη]], [[καπνοδοχείο]], [[καπνοδόχη]], [[καπνοδόχος]], [[καπνοειδής]], [[καπνομάντης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καπναύγης]], [[καπνογόργιον]], [[καπνοποιός]], [[καπνοσφράντης]], [[καπνοτόκειος]], [[καπνούχος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καπνολογώ]], [[καπνόρρους]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καπναγωγός]], [[καπναποθήκη]], [[κάπναυλος]], [[καπνέμπορος]], [[καπνεργάτης]], [[καπνεργοστάσιο]], [[καπνόβεργες]], [[καπνοβιομήχανος]], [[καπνοβόρος]], [[καπνογόνος]], [[καπνοθάλαμος]], [[καπνοθήκη]], [[καπνοθυλάκιο]], [[καπνοκαλλιέργεια]], [[καπνοκαύστης]], [[καπνοκοπτήριο]], [[καπνοκοπτικός]], [[καπνολόγος]], [[καπνομαντεία]], [[καπνοπαραγωγή]], [[καπνοπαραγωγός]], [[καπνοπρατήριο]], [[καπνοπώλης]], [[καπνοσακούλα]], [[καπνοσπορέλαιο]], [[καπνοσύριγγα]], [[καπνόσφαιρα]], [[καπνοσωλήνας]], [[καπνότοπος]], [[καπνοφόρος]], [[καπνοφράκτης]], [[καπνόφυλλο]], [[καπνοφυτεία]], [[καπνόχορτο]]. (Β' συνθετικό) [[άκαπνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δύσκαπνος]], [[πισσόκαπνος]], [[πολύκαπνος]].
|mltxt=ὁ (AM [[καπνός]])<br />[[μίγμα]] αέριων προϊόντων καύσης διάφορων ουσιών, με αιωρούμενα [[στερεά]] σωματίδια (α. «στον αέρα ανακατώνονται οι σπιθοθόλοι καπνοί», <b>Σολωμ.</b><br />β. «σημανεῑ καπνῷ [[πυρός]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] ειδών του γένους [[φυτών]] Νικοτιανή, [[καθώς]] και τών φύλλων τους, τα οποία [[μετά]] από κατάλληλη [[επεξεργασία]] χρησιμοποιούνται για [[κάπνισμα]], [[μάσημα]], εισπνοές από τη [[μύτη]] και για την [[εξαγωγή]] νικοτίνης<br /><b>2.</b> (στον πληθ. ως ουδ.) τα [[καπνά]]<br />το ομώνυμο [[φυτό]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «όπου υπάρχει [[καπνός]] υπάρχει και [[φωτιά]]» — [[κάθε]] [[φήμη]] έχει τη [[βάση]] της<br />β) «[[κάθε]] [[ξύλο]] έχει τον καπνό του» — [[καθένας]] έχει τις ιδιοτροπίες του<br />γ) «έγινε [[καπνός]]» — εξαφανίστηκε<br />δ) «του ανέβηκαν οι καπνοί στο [[κεφάλι]]» — εξοργίστηκε, έγινε έξω φρενών<br />ε) «τί καπνό φουμάρει» — τί είδους [[άνθρωπος]] [[είναι]], [[ποιος]] [[είναι]] ο [[χαρακτήρας]] του και οι αντιλήψεις του<br />στ) «καπνοί της φαντασίας» — φαντασίες που διαλύονται [[κατά]] την πρώτη [[επαφή]] με την [[πραγματικότητα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τίποτε]], [[μηδέν]]<br /><b>2.</b> [[αναπνοή]]<br /><b>3.</b> [[απόπνοια]]<br /><b>4.</b> [[τζάκι]], [[εστία]]<br /><b>5.</b> [[φόρος]] τών καπνοδόχων<br /><b>6.</b> [[ζαλάδα]] από [[κρασί]]<br /><b>7.</b> [[φαντασίωση]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «γιὰ καπνό» — άσκοπα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αφρός]] που δημιουργείται στη [[θάλασσα]] από τα κύματα («τούτου μὲν καπνοῡ καὶ κύματος ἐκτὸς ἔεργε νῆα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] φυτού, [[καπνόχορτο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «γραμμάτων καπνοί» — οι μικρολεπτομέρειες<br />β. «λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσθλοὺς [[ὕδωρ]] καπνῷ φέρειν» — πέτυχε δε να βρει ειλικρινείς ανθρώπους οι οποίοι να χύσουν [[νερό]] στη [[φωτιά]] τών φθονερών<br />β) <b>παροιμ.</b> «καπνοῡ [[σκιά]]» ή «περὶ καπνοῡ στενολεσχεῖν» — για μηδαμινά και ασήμαντα πράγματα<br />β) «ἐς αὐτὸ τὸ πῡρ ἐκ τοῦ καπνοῡ βιαζόμενος» — γι' αυτούς που πέφτουν από ένα [[κακό]] σε [[άλλο]] χειρότερο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καπνός]] <span style="color: red;"><</span> <i>κFαπνός</i>, με [[αντιπροσώπευση]] του <i>κF</i>- (<i>k</i><sup>w</sup>-) ως <i>κ</i>- [[αντί]] <i>π</i>- ανομοιωτικά (δηλ. <i>κFαπνός</i>> <i>παπνός</i> > [[καπνός]]). Η λ. ανάγεται σε IE <i>k</i><sup>w</sup><i>ē</i><i>p</i>- «[[καπνίζω]], [[κοχλάζω]], [[βράζω]]» και συνδέεται με λιθουαν. <i>kvapas</i> «[[πνοή]], [[ανάσα]]», <i>kvėpiu</i>, <i>kvėpti</i> «[[λαχανιάζω]], [[αναπνέω]]», με λεττον. <i>kvepstu</i>, <i>kvept</i> «[[καπνίζω]], [[εισπνέω]]», ενώ η [[σύνδεση]] της με λατ. <i>vapor</i> «[[ατμός]], [[καπνός]]» [[είναι]] αβέβαιη. Ο νεοελλ. τ. [[καπνά]], <i>τα</i> αποτελεί [[άλλο]] τ. πληθ. του [[καπνός]], με [[αλλαγή]] γένους ([[πρβλ]]. ο [[βράχος]] - <i>τα βράχια</i>, ο [[ναύλος]] - τα [[ναύλα]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κάπνη]], [[καπνιά]](-<i>ία</i>), [[καπνίζω]], [[καπνώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καπνείον]], [[κάπνειος]], [[καπνείω]], [[καπνηλός]], [[καπνιαίος]], [[καπνίας]], [[καπνίτης]], [[καπνιώ]], [[καπνούμαι]], [[καπνωτήριον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καπνερός]], [[καπνηρός]], [[κάπνιον]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[καπνικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καπνάς]], [[καπνίλα]], [[καπνούρα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[καπνέλαιο]], [[καπνοδόκη]], [[καπνοδοχείο]], [[καπνοδόχη]], [[καπνοδόχος]], [[καπνοειδής]], [[καπνομάντης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καπναύγης]], [[καπνογόργιον]], [[καπνοποιός]], [[καπνοσφράντης]], [[καπνοτόκειος]], [[καπνούχος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καπνολογώ]], [[καπνόρρους]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καπναγωγός]], [[καπναποθήκη]], [[κάπναυλος]], [[καπνέμπορος]], [[καπνεργάτης]], [[καπνεργοστάσιο]], [[καπνόβεργες]], [[καπνοβιομήχανος]], [[καπνοβόρος]], [[καπνογόνος]], [[καπνοθάλαμος]], [[καπνοθήκη]], [[καπνοθυλάκιο]], [[καπνοκαλλιέργεια]], [[καπνοκαύστης]], [[καπνοκοπτήριο]], [[καπνοκοπτικός]], [[καπνολόγος]], [[καπνομαντεία]], [[καπνοπαραγωγή]], [[καπνοπαραγωγός]], [[καπνοπρατήριο]], [[καπνοπώλης]], [[καπνοσακούλα]], [[καπνοσπορέλαιο]], [[καπνοσύριγγα]], [[καπνόσφαιρα]], [[καπνοσωλήνας]], [[καπνότοπος]], [[καπνοφόρος]], [[καπνοφράκτης]], [[καπνόφυλλο]], [[καπνοφυτεία]], [[καπνόχορτο]]. (Β' συνθετικό) [[άκαπνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δύσκαπνος]], [[πισσόκαπνος]], [[πολύκαπνος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm