3,274,873
edits
(20) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. [[κλέφτρα]] και [[κλέπτρια]] (AM [[κλέπτης]], θηλ. [[κλέπτρια]], Μ θηλ. και [[κλέφτρα]], Α θηλ. και [[κλέπτις]], -ιδος)<br />αυτός που κλέβει, που αφαιρεί [[κρυφά]] [[κάτι]] το οποίο ανήκει σε άλλον (κατ' [[αντίθεση]] [[προς]] τον άρπαγα, που αφαιρεί [[φανερά]]) (α. «ασφάλισε τα παράθυρα μην μπούνε κλέφτες» β. «τὸν πυρὸς κλέπτην [[λέγω]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] την [[τουρκοκρατία]]) [[μέλος]] τών ελληνικών επαναστατικών ομάδων που ζούσαν και πολεμούσαν στα βουνά της Ελλάδας [[κατά]] τών Τούρκων<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] σπερμάτων φυτού που [[είναι]] εφοδιασμένα με λεπτά [[λευκά]] μεταξώδη νημάτια, [[χάρη]] στα οποία μπορούν να πετούν και να μεταφέρονται σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]]<br /><b>3.</b> ένα [[εξάρτημα]] του υφαντουργικού ιστού, του αργαλειού<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, [[τρεις]] και η κακή του [[μέρα]]» — το [[μέλλον]] του απατεώνα [[είναι]] πολύ μικρό<br />β) «κλέφτες και αστυνόμοι» — [[ονομασία]] παιχνιδιού [[κατά]] το οποίο τα [[παιδιά]] χωρίζονται σε δυο ομάδες και καταδιώκει η μία την [[άλλη]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «φωνάζει ο [[κλέφτης]] να φοβηθεί ο [[νοικοκύρης]]» — γι' αυτούς που επιρρίπτουν τις δικές τους ευθύνες σε εκείνους τους οποίους οι ίδιοι ζημίωσαν<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για τον κόσμο) [[απατηλός]]<br /><b>2.</b> [[ληστής]]<br /><b>3.</b> [[απαγωγέας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πανούργος]], [[δόλιος]] («κακῶν ἀλλοτρίων [[κλέπτης]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὁ τοῦ κλέπτου [[λόγος]]» — [[λογικό]] [[σόφισμα]] (<b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[κλέπτης]] <span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]. Οι μσν. και νεοελλ. τ. ([[κλέφτης]]) με [[τροπή]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>πτ</i>- σε -<i>φτ</i>- ( | |mltxt=ο, θηλ. [[κλέφτρα]] και [[κλέπτρια]] (AM [[κλέπτης]], θηλ. [[κλέπτρια]], Μ θηλ. και [[κλέφτρα]], Α θηλ. και [[κλέπτις]], -ιδος)<br />αυτός που κλέβει, που αφαιρεί [[κρυφά]] [[κάτι]] το οποίο ανήκει σε άλλον (κατ' [[αντίθεση]] [[προς]] τον άρπαγα, που αφαιρεί [[φανερά]]) (α. «ασφάλισε τα παράθυρα μην μπούνε κλέφτες» β. «τὸν πυρὸς κλέπτην [[λέγω]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] την [[τουρκοκρατία]]) [[μέλος]] τών ελληνικών επαναστατικών ομάδων που ζούσαν και πολεμούσαν στα βουνά της Ελλάδας [[κατά]] τών Τούρκων<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] σπερμάτων φυτού που [[είναι]] εφοδιασμένα με λεπτά [[λευκά]] μεταξώδη νημάτια, [[χάρη]] στα οποία μπορούν να πετούν και να μεταφέρονται σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]]<br /><b>3.</b> ένα [[εξάρτημα]] του υφαντουργικού ιστού, του αργαλειού<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, [[τρεις]] και η κακή του [[μέρα]]» — το [[μέλλον]] του απατεώνα [[είναι]] πολύ μικρό<br />β) «κλέφτες και αστυνόμοι» — [[ονομασία]] παιχνιδιού [[κατά]] το οποίο τα [[παιδιά]] χωρίζονται σε δυο ομάδες και καταδιώκει η μία την [[άλλη]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «φωνάζει ο [[κλέφτης]] να φοβηθεί ο [[νοικοκύρης]]» — γι' αυτούς που επιρρίπτουν τις δικές τους ευθύνες σε εκείνους τους οποίους οι ίδιοι ζημίωσαν<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για τον κόσμο) [[απατηλός]]<br /><b>2.</b> [[ληστής]]<br /><b>3.</b> [[απαγωγέας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πανούργος]], [[δόλιος]] («κακῶν ἀλλοτρίων [[κλέπτης]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὁ τοῦ κλέπτου [[λόγος]]» — [[λογικό]] [[σόφισμα]] (<b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[κλέπτης]] <span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]. Οι μσν. και νεοελλ. τ. ([[κλέφτης]]) με [[τροπή]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>πτ</i>- σε -<i>φτ</i>- ([[πρβλ]]. <i>κοπτήρ</i> - <i>κοφτήρας</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κλεπτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλεπτάριον]], [[κλεπτίδης]], [[κλεπτίσκος]], [[κλεπτοσύνη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κλεπτίζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλέφταρος]], [[κλεφτιά]], [[κλέφτικος]], [[κλεφτόπουλο]], [[κλεφτουριά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.-μσν.</b> [[κλεπτέλεγχος]], [[κλεπτομάστιξ]], [[κλεπτοτόκος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κλεπτοάγιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλεφτοκάραβο]], [[κλεφτοκοτάς]], [[κλεφτοπολέμαρχος]], [[κλεφτοπόλεμος]], [[κλεφτότοπος]], [[κλεφτοφάναρο]]. (Β' συνθετικό) α) -[[κλέπτης]]: [[μικροκλέπτης]], <i>ορνιθοκλέπτης</i>, [[παιδοκλέπτης]], [[ψηφοκλέπτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ανδραποδοκλέπτης</i>, [[ασημοκλέπτης]], [[βαλαντιοκλέπτης]], [[ζωστηροκλέπτης]], [[ημεροκλέπτης]], [[ιματιοκλέπτης]], [[κηριοκλέπτης]], [[λαμπτηροκλέπτης]], [[μωροκλέπτης]], [[νυκτικλέπτης]], [[οφθαλμοκλέπτης]], [[παγκλέπτης]], [[πορφυροκλέπτης]], [[ποτηριοκλέπτης]], [[συγκλέπτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αιγοκλέπτης</i>, [[ζωοκλέπτης]], [[νυκτοκλέπτης]], <i>ποιμνιοκλέπτης</i>, [[φοροκλέπτης]], [[χαρτοκλέπτης]]. β) -[[κλέφτης]]: <b>νεοελλ.</b> [[αλογοκλέφτης]], <i>αρχικλέφτης</i>, <i>γιδοκλέφτης</i>, <i>καντηλοκλέφτης</i>, [[καρδιοκλέφτης]], <i>κατοικοκλέφτης</i>, [[μικροκλέφτης]], [[ορνιθοκλέφτης]], [[πρωτοκλέφτης]], [[χαρτοκλέφτης]]]. | ||
}} | }} |