Anonymous

κλισία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλισία]], ιων. τ. κλισίη, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[μέρος]] στο οποίο [[κάποιος]] αναπαύεται<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> πρόχειρη [[κατοικία]], [[καλύβα]] (α. «σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «κλισίην Πηληιάδεω ἀφίκοντο ὑψηλήν» <b>Ομ. Ιλ.</b> γ. «πῡρ ἐν κλισίῃσι βαλόντες»)<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[τάφος]]<br /><b>4.</b> [[συγκέντρωση]], [[συνάντηση]] («δήμων κλισίη»)<br /><b>5.</b> παρεκκλήσιο («ἡ κλισίη ἡ [[ἱερά]]»)<br /><b>6.</b> [[είδος]] ανακλίντρου («κλισίαν δινωτήν ἐλέφαντι καὶ ἀργύρῳ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[ανάκλιντρο]] το οποίο χρησίμευε ως [[θέση]] δειπνούντων (α. «ὦ ξυνὴν εἶχον ἐγὼ κλισίην», <b>Καλλ.</b><br />β. «κλισίαν ἄτιμον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>8.</b> [[ομάδα]] ανθρώπων που δειπνούν [[μαζί]], [[συμπόσιο]] («εὐωχίαι τε καὶ κλισίαι», Ονήσανδρ.)<br /><b>9.</b> [[τρόπος]] κατάκλισης («μετέβαλεν τὸ [[σχῆμα]] τῆς κλισίας, ὕπτιον ἀνεὶς ἑαυτόν, ὡς [[οὔτε]] προσὲχων [[οὔτε]] κατακούων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>10.</b> συζυγική [[κλίνη]]<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «Βάκχου κλισίαι» — οινοπωλεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> παρεκτεταμένο θ. <i>κλῐ</i>-<i>τ</i>- του [[κλίνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κλι</i>-<i>τός</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i> με [[τροπή]] του -<i>τ</i>- σε -<i>σ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ορει</i>-<i>βάτ</i>-<i>ης</i> > <i>ορει</i>-<i>βασ</i>-<i>ία</i>. Από το ίδιο θ. με κατάλ. -<i>ιον</i> παράγεται και το <i>κλίσ</i>-<i>ιον</i>)].
|mltxt=[[κλισία]], ιων. τ. κλισίη, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[μέρος]] στο οποίο [[κάποιος]] αναπαύεται<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> πρόχειρη [[κατοικία]], [[καλύβα]] (α. «σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «κλισίην Πηληιάδεω ἀφίκοντο ὑψηλήν» <b>Ομ. Ιλ.</b> γ. «πῡρ ἐν κλισίῃσι βαλόντες»)<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[τάφος]]<br /><b>4.</b> [[συγκέντρωση]], [[συνάντηση]] («δήμων κλισίη»)<br /><b>5.</b> παρεκκλήσιο («ἡ κλισίη ἡ [[ἱερά]]»)<br /><b>6.</b> [[είδος]] ανακλίντρου («κλισίαν δινωτήν ἐλέφαντι καὶ ἀργύρῳ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[ανάκλιντρο]] το οποίο χρησίμευε ως [[θέση]] δειπνούντων (α. «ὦ ξυνὴν εἶχον ἐγὼ κλισίην», <b>Καλλ.</b><br />β. «κλισίαν ἄτιμον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>8.</b> [[ομάδα]] ανθρώπων που δειπνούν [[μαζί]], [[συμπόσιο]] («εὐωχίαι τε καὶ κλισίαι», Ονήσανδρ.)<br /><b>9.</b> [[τρόπος]] κατάκλισης («μετέβαλεν τὸ [[σχῆμα]] τῆς κλισίας, ὕπτιον ἀνεὶς ἑαυτόν, ὡς [[οὔτε]] προσὲχων [[οὔτε]] κατακούων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>10.</b> συζυγική [[κλίνη]]<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «Βάκχου κλισίαι» — οινοπωλεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> παρεκτεταμένο θ. <i>κλῐ</i>-<i>τ</i>- του [[κλίνω]] ([[πρβλ]]. <i>κλι</i>-<i>τός</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i> με [[τροπή]] του -<i>τ</i>- σε -<i>σ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ορει</i>-<i>βάτ</i>-<i>ης</i> > <i>ορει</i>-<i>βασ</i>-<i>ία</i>. Από το ίδιο θ. με κατάλ. -<i>ιον</i> παράγεται και το <i>κλίσ</i>-<i>ιον</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm