3,274,919
edits
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[κόρος]], [[υπερπλήρωση]], [[χορτασμός]]<br /><b>2.</b> (φυσ.-χημ.-μετεωρ.) [[κατάσταση]] ενός φυσικοχημικού ή άλλου συστήματος [[κατά]] την οποία ένα ορισμένο χαρακτηριστικό [[μέγεθος]] έχει αποκτήσει τη μέγιστη [[τιμή]] του, όπως [[είναι]] λ.χ. η [[κατάσταση]] τών κορεσμένων διαλυμάτων<br /><b>3.</b> <b>φυσιολ.</b> η [[επιθυμία]] για περιορισμό της λήψης και άλλης τροφής, όπως συμβαίνει [[μετά]] την [[ολοκλήρωση]] ενός ικανοποιητικού γεύματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κορεσ</i>- του [[κορέννυμι]] ( | |mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[κόρος]], [[υπερπλήρωση]], [[χορτασμός]]<br /><b>2.</b> (φυσ.-χημ.-μετεωρ.) [[κατάσταση]] ενός φυσικοχημικού ή άλλου συστήματος [[κατά]] την οποία ένα ορισμένο χαρακτηριστικό [[μέγεθος]] έχει αποκτήσει τη μέγιστη [[τιμή]] του, όπως [[είναι]] λ.χ. η [[κατάσταση]] τών κορεσμένων διαλυμάτων<br /><b>3.</b> <b>φυσιολ.</b> η [[επιθυμία]] για περιορισμό της λήψης και άλλης τροφής, όπως συμβαίνει [[μετά]] την [[ολοκλήρωση]] ενός ικανοποιητικού γεύματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κορεσ</i>- του [[κορέννυμι]] ([[πρβλ]]. αόρ. <i>ἐ</i>-<i>κόρεσ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Άγγελου Σ. Βλάχου]. | ||
}} | }} |