κορεσμός

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source

Greek Monolingual

ο
1. κόρος, υπερπλήρωση, χορτασμός
2. (φυσ.-χημ.-μετεωρ.) κατάσταση ενός φυσικοχημικού ή άλλου συστήματος κατά την οποία ένα ορισμένο χαρακτηριστικό μέγεθος έχει αποκτήσει τη μέγιστη τιμή του, όπως είναι λ.χ. η κατάσταση τών κορεσμένων διαλυμάτων
3. φυσιολ. η επιθυμία για περιορισμό της λήψης και άλλης τροφής, όπως συμβαίνει μετά την ολοκλήρωση ενός ικανοποιητικού γεύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κορεσ- του κορέννυμι (πρβλ. αόρ. -κόρεσ-α) + κατάλ. -μός. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγελου Σ. Βλάχου].