Anonymous

κρίνο: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[κρίνον]], Α πληθ. κρίνεα) [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[τάξη]] [[λιλιώδη]] και του οποίου [[πολλά]] είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] χορικής ορχήσεως<br /><b>2.</b> [[είδος]] άρτου<br /><b>3.</b> αρχιτεκτονικό [[κόσμημα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κρίνου γυμνότερος» — εντελώς [[άπορος]], [[τελείως]] [[φτωχός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως. Για τη λ. με τη σημ. «[[άνθος]]» υπήρχε συνώνυμη λ. στην Αρχαία, η λ. [[λείριον]], η οποία όμως δεν είχε τόσο ευρεία [[χρήση]]. Ως [[διεθνής]] επιστημ. όρος [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>crinum</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>crinum</i>, <i>crinon</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κρίνινος]], [[κρινωνιά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρινόεις]], [[κρινωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρινάκι]], [[κρινώνας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κρινοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρινάνθεμον]], [[κρινόμυρον]], [[κρινοστέφανος]], [[κρινόχρους]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κρινέλαιον]], [[κρινόριζον]], <i>κρινοτριανταφυλλάτος</i>, <i>κρινοτριανταφυλλόμνοστος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>κρινοδάκτυλος</i>, [[κρινόλευκος]], [[κρινολούλουδο]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[καλαμόκρινον]]].
|mltxt=το (AM [[κρίνον]], Α πληθ. κρίνεα) [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[τάξη]] [[λιλιώδη]] και του οποίου [[πολλά]] είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] χορικής ορχήσεως<br /><b>2.</b> [[είδος]] άρτου<br /><b>3.</b> αρχιτεκτονικό [[κόσμημα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κρίνου γυμνότερος» — εντελώς [[άπορος]], [[τελείως]] [[φτωχός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως. Για τη λ. με τη σημ. «[[άνθος]]» υπήρχε συνώνυμη λ. στην Αρχαία, η λ. [[λείριον]], η οποία όμως δεν είχε τόσο ευρεία [[χρήση]]. Ως [[διεθνής]] επιστημ. όρος [[είναι]] αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>crinum</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>crinum</i>, <i>crinon</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κρίνινος]], [[κρινωνιά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρινόεις]], [[κρινωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρινάκι]], [[κρινώνας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κρινοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρινάνθεμον]], [[κρινόμυρον]], [[κρινοστέφανος]], [[κρινόχρους]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κρινέλαιον]], [[κρινόριζον]], <i>κρινοτριανταφυλλάτος</i>, <i>κρινοτριανταφυλλόμνοστος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>κρινοδάκτυλος</i>, [[κρινόλευκος]], [[κρινολούλουδο]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[καλαμόκρινον]]].
}}
}}