Anonymous

κρούπεζαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρούπεζαι]], αἱ (Α)<br /><b>1.</b> ξύλινα υποδήματα που χρησιμοποιούνταν από τους Βοιωτούς για το [[πάτημα]] των ελιών<br /><b>2.</b> όμοια παπούτσια που φορούσαν στη [[σκηνή]] οι αυλητές και χτυπώντας τα κρατούσαν τον ρυθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κρού</i>-<i>πεζαι</i> [[είναι]] σύνθετο «εκ συναρπαγής» (από [[φράση]]) <span style="color: red;"><</span> [[κρούω]] <span style="color: red;">+</span> [[πέζα]] (δωρ. και αρκαδ. τ. της λ. [[πούς]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αργυρό</i>-<i>πεζα</i>, [[οπότε]] η αρχ. σημ. της λ. [[είναι]] «[[χτυπώ]] το [[πόδι]]» ή «[[χτυπώ]] με το [[πόδι]]»].
|mltxt=[[κρούπεζαι]], αἱ (Α)<br /><b>1.</b> ξύλινα υποδήματα που χρησιμοποιούνταν από τους Βοιωτούς για το [[πάτημα]] των ελιών<br /><b>2.</b> όμοια παπούτσια που φορούσαν στη [[σκηνή]] οι αυλητές και χτυπώντας τα κρατούσαν τον ρυθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κρού</i>-<i>πεζαι</i> [[είναι]] σύνθετο «εκ συναρπαγής» (από [[φράση]]) <span style="color: red;"><</span> [[κρούω]] <span style="color: red;">+</span> [[πέζα]] (δωρ. και αρκαδ. τ. της λ. [[πούς]]), [[πρβλ]]. <i>αργυρό</i>-<i>πεζα</i>, [[οπότε]] η αρχ. σημ. της λ. [[είναι]] «[[χτυπώ]] το [[πόδι]]» ή «[[χτυπώ]] με το [[πόδι]]»].
}}
}}
{{etym
{{etym